Η Μ. Τίσεν υπεύθυνη για την έκθεση, αναφέρθηκε στην Ελλάδα και στα χαμηλά επίπεδα απασχόλησης (55%) σε σχέση με άλλες χώρες, όπως είναι η Σουηδία (81%), καθώς και στα ποσοστά ανεργίας που παραμένουν πάνω από 20% στην Ελλάδα και στην Ισπανία, ενώ στη Γερμανία είναι μόλις 5%. Σε γενικές γραμμές, ανέφερε η ίδια, τα «καλά νέα» είναι ότι η ανεργία συνεχίζει να μειώνεται στην ΕΕ, τονίζοντας ωστόσο την «επείγουσα ανάγκη να επιστρέψουμε στη σύγκλιση, να αναπτυχθούμε μαζί».
Η έκθεση ESDE διαπιστώνει επίσης αύξηση της ποικιλίας των συμβάσεων εργασίας, γεγονός το οποίο επιτρέπει ευέλικτες εργασιακές ρυθμίσεις, και συνεπώς αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, αλλά μπορεί να οδηγήσει και σε κατακερματισμό της αγοράς εργασίας. Συγκεκριμένα, υπογραμμίζεται ότι ενώ ορισμένες νέες συμβάσεις ενδέχεται να είναι επωφελείς για αμφότερα τα συμβαλλόμενα μέρη, άλλες επιφέρουν εργασιακή ανασφάλεια, και καταλήγει πως πρόκειται για ένα ζήτημα που θα εξεταστεί και στο πλαίσιο της ανάπτυξης του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων.
Η έκθεση ESDE του 2015 αποκαλύπτει επίσης ότι η ΕΕ μπορεί να αξιοποιήσει καλύτερα τους ανθρώπινους πόρους της μέσω της κινητικότητας. Αν και ο αριθμός των μετακινούμενων εργαζομένων αυξήθηκε κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, το ποσοστό τους επί του συνολικού εργατικού δυναμικού παραμένει περιορισμένο: μόνο το 4% του πληθυσμού της ΕΕ ηλικίας μεταξύ 15 και 64 ετών ζει σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο στο οποίο γεννήθηκε. Ωστόσο, οι μετακινούμενοι εργαζόμενοι της ΕΕ τείνουν να έχουν συνολικά καλύτερες προοπτικές απασχόλησης απ’ ό,τι ο εγχώριος πληθυσμός. Επιπλέον, οι ροές τους είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της ανεργίας σε ορισμένα κράτη-μέλη που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση και συνέβαλαν στην αντιμετώπιση των ελλείψεων προσωπικού στις χώρες υποδοχής. Ως εκ τούτου, η έκθεση ESDE υπογραμμίζει σαφώς το οικονομικό δυναμικό της κινητικότητας.