Μέχρι το τέλος του Απριλίου, το Υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να καταθέσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το νέο Stability Program.
Το τελικό πρόγραμμα θα πρέπει να ακολουθηθεί κατά γράμμα για την επόμενη τετραετία όπως θα κατατεθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή έως τα τέλη Σεπτεμβρίου και το οποίο στη συνέχεια θα πρέπει να πάρει και την «σφραγίδα» του Εcofin.
Επιδόματα και επιδοτήσεις πάνε περίπατο. Επιστρέφουμε στις βασικές αρχές της Συνθήκης, που προβλέπουν πως το δημοσιονομικό έλλειμα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 3% και η αναλογία χρέους προς ΑΕΠ το 60%.
Το νέο εργαλείο ελέγχου των χωρών και κλειδί του νέου Συμφώνου θα είναι η «οροφή» στις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες.
Αυτή η οροφή δαπανών θα αποφασιστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Επιπλέον για τις δαπάνες και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα θα υπάρξει ειδικό πλαίσιο, διότι το 2032 τελειώνει η περίοδος χάριτος για τα δάνεια του ESM και του EFSF.
Ο Κωστής Χατζηδάκης ανέφερε χθες πως το πρόγραμμα δημοσιονομικής σταθερότητας θα είναι τετραετές. Οι χώρες κράτη μέλη πρέπει να παραδίδουν ένα τετραετές «κλειδωμένο» πρόγραμμα ενώ έχουν την δυνατότητα εξαρχής να ζητήσουν επέκταση δηλαδή να προχωρήσουν σε επταετές πρόγραμμα αλλά με την προϋπόθεση να προχωρήσουν σε επιπλέον μεταρρυθμίσεις και μάλιστα να αποδείξουν ποσοτικά ποιο είναι το όφελος αυτών των μεταρρυθμίσεων.
Για όσες χώρες το χρέος τους ξεπερνά το 60%, ο προηγούμενος κανόνας προέβλεπε πως οι χώρες κράτη μέλη θα έπρεπε να μειώνουν κατά 1/20 κάθε χρόνο το χρέος τους. Αυτό θα σήμαινε για την περίπτωση της Ελλάδας μια μείωση της τάξεως του 5% ετησίως. Ο νέος κανόνας προβλέπει καλύτερους όρους μείωσης καθώς οι χώρες με χρέος πάνω από 90% του ΑΕΠ θα πρέπει να παρουσιάζουν ετήσια μείωση του χρέους κατ’ ελάχιστο 1% του ΑΕΠ.
Στις χώρες με χρέος μεταξύ 60% και 90% του ΑΕΠ, η ετήσια μείωση του χρέους θα πρέπει να είναι τουλάχιστον είναι 0,5% του ΑΕΠ.
Στο υφιστάμενο πλαίσιο, υπάρχουν δύο τέτοια ανώτατα όρια τα οποία στην περίπτωση της Ελλάδας συνεπάγονται μέγιστο έλλειμμα ίσο με 0,8% του ΑΕΠ.