Το κείμενο της ανταπόκρισης του Tobias Kaiser από τις Βρυξέλλες αναφέρει μεταξύ άλλων ότι σήμερα η κ. von der Leyen ξεκινά ένα ταξίδι στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, προκειμένου να ανακοινώσει δημοσίως την έναρξη των πληρωμών, όγκου 750 δις Ευρώ, με βάση το Σχέδιο Ανάκαμψης για την κρίση του κορωνοϊού. Στους πρώτους σταθμούς του ταξιδιού της, πέρα από την Αθήνα και την Μαδρίτη, θα είναι η Λισσαβόνα, η Κοπεγχάγη και το Λουξεμβούργο.
Στις αποσκευές της η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής επιτροπής μεταφέρει την λεπτομερειακή αξιολόγηση των υπαλλήλων της για τα Εθνικά Προγράμματα Επενδύσεων και Μεταρρυθμίσεων, με τα οποία τα κράτη-μέλη ζήτησαν κονδύλια και δάνεια από το Ταμείο.
Το ότι ο Μητσοτάκης συγκαταλέγεται στους πρώτους επικεφαλής κυβερνήσεων, τους οποίους θα συναντήσει η von der Leyen κατά την περιοδεία της, δεν αποτελεί έκπληξη: Το ελληνικό Σχέδιο δεν κατατέθηκε μόνο πολύ νωρίς αλλά προκάλεσε και ενθουσιασμό στις Βρυξέλλες -αντίθετα απ’ ό,τι για παράδειγμα συνέβη με το Σχέδιο του Βερολίνου.
Στα επονομαζόμενα Σχέδια Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας οι εθνικές κυβερνήσεις κλήθηκαν να εξηγήσουν λεπτομερειακά το πώς επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης, προκειμένου να γίνουν πιο ανταγωνιστικές, πιο «πράσινες» και πιο ψηφιακές, αλλά και το με ποιες μεταρρυθμίσεις σχεδιάζουν να υποστηρίξουν αυτές τις επενδύσεις.
Οι εκπρόσωποι της Επιτροπής και ευρωβουλευτές μιλούν για το ελληνικό Σχέδιο. «Το ελληνικό Σχέδιο μου αρέσει, και αυτό δεν συμβαίνει μόνον σε εμένα», δηλώνει, για παράδειγμα, ο ευρωβουλευτής του CSU Markus Ferber, ο οποίος εκπροσωπεί το ΕΛΚ στην Επιτροπή Οικονομικών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. «Περιέχει πανέξυπνες ιδέες και έχω προσδοκίες από αυτό».
Ακόμα και οι επικριτές εκφράζονται επαινετικά: «Το ελληνικό Σχέδιο θέτει τις σωστές προτεραιότητες, στο πλαίσιο που θέτει η ΕΕ», δηλώνει για παράδειγμα ο ευρωβουλευτής των Πρασίνων Sven Giegold. «Αλλά υπερβολικά πολλά από τα χρήματα κατευθύνονται σε μεγάλα έργα αντί σε καινοτόμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις». Κατά την άποψή της Κοινοβουλευτικής του Ομάδας, πολλά κονδύλια κατευθύνονται σε μεγάλες επιχειρήσεις για έργα, όπως τα παράκτια αιολικά πάρκα.
Πραγματικά, το 2.000 σελίδων ελληνικό πρόγραμμα προκάλεσε κατά τα φαινόμενα ενθουσιασμό, ειδικά στους ευρωπαϊκούς θεσμούς στις Βρυξέλλες. Όπως φαίνεται, η Διοίκηση και η πολιτική ελίτ της χώρας κατά την δεκαετία μετά το ξέσπασμα της κρίσης έχουν βελτιστοποιήσει την ικανότητά τους στο να ικανοποιούν τους αλλοδαπούς δανειστές. Κατά την κρίση του Ευρώ, η χώρα βρέθηκε δύο φορές στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και χρειάστηκε να στηριχθεί με σχεδόν 300 δις Ευρώ σε δάνεια.
Ήδη η ανάπτυξη του σχεδίου ήταν υποδειγματική: Ο Βρετανο-Κύπριος κάτοχος του βραβείου Νόμπελ Χριστόφορος Πισσαρίδης, ο οποίος θεωρείται ειδικός σε θέματα Οικονομικής Ανάπτυξης, κλήθηκε ως εξωτερικός σύμβουλος να παράσχει τις συστάσεις του για το σχέδιο. Ο Πισσαρίδης και μία Ομάδα Εργασίας από οικονομολόγους κατέθεσαν τις συστάσεις τους για το Σχέδιο Επενδύσεων και Μεταρρυθμίσεων αλλά και μία ανάλυση που δεν επιχειρεί να ωραιοποιήσει την οικονομική κατάσταση στην χώρα και ανέπτυξαν στο Σχέδιο μία μακροπρόθεσμη στρατηγική ανάπτυξης.
«Το ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας ‘Greece 2.0’ στοχεύει στο να αλλάξει το ελληνικό αναπτυξιακό μοντέλο και να επιφέρει μεταβολές στους θεσμούς», αναφέρεται ήδη στο προοίμιο του Σχεδίου. Το Σχέδιο περιλαμβάνει πολλά περισσότερα από επενδύσεις. Πρόκειται για έναν θεμελιώδη οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό, του οποίου οι μεταρρυθμίσεις δεν επηρεάζουν μόνο τις οικονομικές δραστηριότητες, αλλά και την Τεχνολογία, τις προσλήψεις και τους θεσμούς. Οι συντάκτες υπόσχονται ότι θα τηρήσουν τις μεταρρυθμιστικές συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Τα 66 μεταρρυθμιστικά σχέδια που προαναγγέλλονται στοχεύουν στο να βελτιώσουν κατά κύριο λόγο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής Οικονομίας, η οποία πρέπει κατά τα επόμενα χρόνια να γίνει πιο προσανατολισμένη στις εξαγωγές απ’ ό,τι ήταν μέχρι τώρα. Η Δημόσια Διοίκηση θα πρέπει να γίνει πιο σύγχρονη και πιο φιλική προς τον πολίτη, η Δικαιοσύνη πιο αποτελεσματική και το φορολογικό σύστημα λιγότερο ανασχετικό των επενδύσεων.