«Δεν έχουμε δικαιολογήσει και δεν αναζητούμε δικαιολογίες για τις συμπεριφορές που δεν συνάδουν με τις τρέχουσες αρχές μας ως εταιρεία», επεσήμανε η Τζιλ Χέιζελμπέικερ αντιπρόεδρος της Uber αρμόδια για το Μάρκετινγκ και τις Δημόσιες Σχέσεις σε ανακοίνωσή της. «Ζητάμε από το κοινό να μας κρίνει από τα όσα κάναμε τα πέντε τελευταία χρόνια και από τα όσα θα κάνουμε τα επόμενα», πρόσθεσε.
Σε αυτά παρουσιάζουν κάποιες πρακτικές της Uber στη διάρκεια των ετών της γρήγορης επέκτασης της εταιρείας, αλλά και σε μια περίοδο που βρέθηκε στο επίκεντρο πολλών αντιπαραθέσεων κυρίως με εταιρείες ταξί σε διάφορες πόλεις, από το Παρίσι ως το Γιοχάνσεμπουργκ.
«Η εταιρεία παραβίασε τη νομοθεσία, παραπλάνησε την αστυνομία και τις ρυθμιστικές αρχές, εκμεταλλεύθηκε τη βία εναντίον των οδηγών της και άσκησε μυστικά πίεση σε κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο», αναφέρει στην εισαγωγή του το άρθρο του Guardian.
Σύμφωνα με τον Guardian, η Uber υιοθέτησε αντίστοιχες τακτικές σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Ολλανδία, Ισπανία, Ιταλία…), κινητοποιώντας τους οδηγούς της και ωθώντας τους να διαμαρτύρονται στην αστυνομία όταν έπεφταν θύματα επιθέσεων, με στόχο η εταιρεία να εκμεταλλευθεί την κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης για να αποσπάσει υποχωρήσεις από τις αρχές.
«Ο Κάλανικ ποτέ δεν υπονόησε ότι η Uber εκμεταλλεύεται τη βία εις βάρος της ασφάλειας των οδηγών», αντίδρασε ο Ντέβον Σπέρτζον εκπρόσωπος του πρώην επικεφαλής της εταιρείας σε ανακοίνωσή του που δόθηκε στη δημοσιότητα από την ICIJ.
Μετά τις κατηγορίες εναντίον του ότι ενθάρρυνε αμφιλεγόμενες και βίαιες πρακτικές από τους επικεφαλής της εταιρείας, υπό το φόντο σεξισμού και παρενόχλησης στον χώρο εργασίας, ο Κάλανικ αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τη θέση του γενικού διευθυντή τον Ιούνιο του 2017.
Όταν ανακοίνωσε την παραίτησή του από το διοικητικό συμβούλιο της Uber, στα τέλη του 2019, δήλωσε «περήφανός για τα όσα πέτυχε η εταιρεία». Ο εκπρόσωπός του απέρριψε χθες όλες τις κατηγορίες των εφημερίδων, περιλαμβανομένης αυτής περί παρακώλυσης της δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με τις εφημερίδες, η Uber είχε υιοθετήσει διάφορες στρατηγικές για να αποφεύγει τις προσπάθειες παρέμβασης των δυνάμεων της τάξης, ανάμεσά τους και αυτή του «διακόπτη ασφαλείας» που συνίστατο στο να διακόπτεται άμεσα η πρόσβαση ενός γραφείου στις βάσεις δεδομένων του διαδικτύου σε περίπτωση έρευνας.
Ο Guardian επικαλείται διάφορα αποσπάσματα συνομιλιών μεταξύ στελεχών στα οποία σχολιάζουν ότι δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο για τις δραστηριότητές της Uber.
«Κάποιες φορές έχουμε προβλήματα διότι είμαστε εντελώς εκτός νόμου», είχε γράψει η διευθύντρια επικοινωνίας της Uber Νάιρι Χουρνταζιάν στους συναδέλφους της το 2014, όταν απειλούνταν η ύπαρξη της εταιρείας στην Ταϊλάνδη και την Ινδία.
Η Uber αρχικά χρειάστηκε να δώσει μάχη για να γίνει αποδεκτή από τους καταναλωτές. Η εταιρεία φλέρταρε με τους καταναλωτές και τους οδηγούς και βρήκε συμμάχους στην εξουσία, όπως τον Εμανουέλ Μακρόν την εποχή που ήταν υπουργός Οικονομίας (2014-16), ο οποίος φέρεται να βοήθησε διακριτικά την εταιρεία.
Βασιζόμενη στις μαρτυρίες διαφόρων προσώπων και σε ντοκουμέντα, συμπεριλαμβανομένων πολλών SMS που είχαν ανταλλαχθεί, η Le Monde συμπέρανε πως είχε συναφθεί μυστική «συμφωνία» ανάμεσα στην Uber και τον Μακρόν στο Μπερσί (το γαλλικό υπουργείο). Η γαλλική εφημερίδα κάνει λόγο για συναντήσεις στο γραφείο του υπουργού και για πολλές συζητήσεις (σε κατ’ ιδίαν ραντεβού, κατά τη διάρκεια τηλεφωνικών κλήσεων ή μέσω SMS) ανάμεσα στην Uber και τον Μακρόν ή συμβούλους του, βασιζόμενη κυρίως στους απολογισμούς αυτών των επαφών, που συντάχθηκαν από τον λομπίστα Μαρκ Μακγκάν.
Εκπρόσωπος του Κάλανικ δήλωσε ότι οι πρωτοβουλίες επέκτασης του κολοσσού στις μεταφορές, «καθοδηγούνταν από περισσότερους από εκατό ηγέτες σε δεκάδες χώρες σε όλο τον κόσμο και ανά πάσα στιγμή υπό την άμεση εποπτεία και με την πλήρη έγκριση των ισχυρών ομάδων νομικής, πολιτικής και συμμόρφωσης της Uber».
Παράλληλα η Uber πρόσφερε μετοχές της σε πολιτικές προσωπικότητες στη Ρωσία και τη Γερμανία και πλήρωσε ερευνητές «εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια για να δημοσιεύσουν έρευνες για τα οφέλη του οικονομικού της μοντέλου», αναφέρει η βρετανική εφημερίδα.
Στη χθεσινή της ανακοίνωση η Uber υπενθυμίζει ότι τα μέσα ενημέρωσης είχαν καλύψει επαρκώς τα «λάθη» της εταιρείας πριν το 2017. «Σήμερα η Uber (…) αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητας 100 εκατομμυρίων ανθρώπων», τόνισε η Χέιζελμπέκερ. «Περάσαμε από μια εποχή αντιπαράθεσης σε μια εποχή συνεργασίας».