18.5 C
Athens
Friday, November 22, 2024
More

    ΤτΕ: Προβλέπει ανάπτυξη 2,3% και πληθωρισμό 2,8% το 2024 – Ποιοι οι κίνδυνοι

    Ρυθμό ανάπτυξης 2,3% και πληθωρισμό 2,8% προβλέπει για το 2024 η ετήσια έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα. Για το 2025 αναμένεται ανάπτυξη 2,5% και πληθωρισμός 2,2%, ενώ για το 2026 τα αντίστοιχα μεγέθη προβλέπονται στο 2,3% και 2,1%.

    Όπως τονίζει ο κ. Στουρνάρας, η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να κινηθεί πολύ πάνω από τα μέσο όρο της Ευρωζώνης, με μοχλούς την ιδιωτική κατανάλωση και τις επενδύσεις.   Ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει και φέτος θετικές προοπτικές παρά τη διεθνή αβεβαιότητα, ενώ οριακά αρνητική θα είναι η συμβολή του εξωτερικού τομέα.

    Για το 2024 αναμένεται πρωτογενές πλεόνασμα στο 2,1% του ΑΕΠ και μείωση του χρέους στο 152,3%.

     

    Η αναβάθμιση στην επενδυτική βαθμίδα μαρτυρά την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, σημείωσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και απηύθυνε έκκληση να διατηρηθούν η πολιτική σταθερότητα, η δημοσιονομική σταθερότητα και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

    «Το γεγονός ότι χρειάστηκαν πάνω από 13 χρόνια για την επιστροφή της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα υποδηλώνει ότι η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας και η αξιοπιστία της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής είναι κρίσιμοι παράγοντες, που ανακτώνται πολύ δύσκολα αν χαθούν και απαιτούν συνέπεια και συνετές πολιτικές», τόνισε χαρακτηριστικά.

    Η ελληνική οικονομία υστερεί στη απονομή δικαιοσύνης, στην καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, σημείωσε ο κεντρικός τραπεζίτης.

    Η ΤτΕ εκτιμά ότι το πρωτογενές πλεόνασμα έκλεισε στο 1,4% του ΑΕΠ ή και υψηλότερα το 2023 και μιλά για ενισχυμένη δημοσιονομική αξιοπιστία της χώρας.

    Συνεπώς, το χρέος εκτιμάται ότι μειώθηκε μέσα στο 2023 κατά 10,7 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, για να κλείσει τη χρονιά στο 161,9% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010.

    Η ελληνική οικονομία προβλέπεται ότι θα συνεχίσει να αναπτύσσεται και το 2024, με υψηλότερο ρυθμό έναντι του 2023 και πολύ πάνω από το μέσο όρο της ευρωζώνης. Ειδικότερα, η οικονομική δραστηριότητα προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,3% το 2024, καθώς η ιδιωτική κατανάλωση (+1,7%) θα υποστηριχθεί από την αναμενόμενη άνοδο του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, λόγω της αύξησης του εισοδήματος από εξαρτημένη εργασία, της συνεχιζόμενης ανάκαμψης της απασχόλησης και της περαιτέρω αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού. Οι επενδύσεις (+11,1%) θα συνεχίσουν να αυξάνονται με υψηλούς ρυθμούς, με τη στήριξη των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων. Οι πόροι αυτοί, σε συνδυασμό με την υψηλή ρευστότητα του τραπεζικού τομέα, θα προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια. Οι υψηλοί ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων αντικατοπτρίζουν τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, ιδιαίτερα μετά την αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία και τη σημαντική αποεπένδυση που είχε σημειωθεί την τελευταία δεκαετία. Οι εξαγωγές (+3,7%) θα συνεχίσουν να αυξάνονται σημαντικά τα επόμενα χρόνια παρά την αναιμική ανάπτυξη στην ευρωζώνη, ενώ η απώλεια ανταγωνιστικότητας λόγω υψηλότερου μοναδιαίου κόστους εργασίας θα επιβαρύνει τη δυναμική τους. Παρ’ όλα αυτά, η συμβολή του εξωτερικού τομέα στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας θα είναι ελαφρώς αρνητική, καθώς η έντονη επενδυτική δραστηριότητα θα αυξήσει σημαντικά τις εισαγωγές (+3,5%).

    Ο τομέας του τουρισμού παρουσιάζει και φέτος θετικές προοπτικές, παρά τη συνεχιζόμενη διεθνή αβεβαιότητα. Η συμβολή των ταξιδιωτικών εισπράξεων στην ελληνική οικονομία είναι σημαντική, καθώς μεταξύ άλλων ενισχύουν την ιδιωτική κατανάλωση και τις εξαγωγές υπηρεσιών, συγκρατώντας τη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι ευνοϊκοί για την Ελλάδα πρόδρομοι δείκτες τουριστικής δραστηριότητας, όπως ο προγραμματισμός αεροπορικών θέσεων και οι κρατήσεις ξενοδοχείων, επιβεβαιώνουν το θετικό κλίμα στον τουριστικό κλάδο, δημιουργώντας προσδοκίες για μια ακόμη ανοδική χρονιά.

    Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές της αγοράς εργασίας παραμένουν θετικές. Αναμένεται περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης (κατά 1,3% ετησίως) και υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας (σε 10,4%) το 2024, αντανακλώντας τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.

    Τόσο ο γενικός εναρμονισμένος πληθωρισμός όσο και ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να υποχωρήσουν το 2024, καθώς όλες οι επιμέρους συνιστώσες εμφανίζουν τάσεις αποκλιμάκωσης. Παρά το κλίμα αβεβαιότητας που δημιουργούν οι γεωπολιτικές εξελίξεις, το 2024 ο πληθωρισμός, βάσει του ΕνΔΤΚ, αναμένεται να επιβραδυνθεί περαιτέρω σε 2,8%, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού προβλέπεται να μειωθεί σημαντικά σε 3%.

    Η επιτάχυνση της οικονομικής δυναμικής αναμένεται να επηρεάσει θετικά την παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ οι μισθολογικές εξελίξεις ενδέχεται να έχουν αρνητική επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα. Η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας αναμένεται να παραμείνει περιορισμένη το 2024 σε 1,0% (όσο και το 2023). Από την άλλη πλευρά, οι μέσες αποδοχές και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος θα εξακολουθήσουν να αυξάνονται με ρυθμούς παρόμοιους με εκείνους του 2023. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2024 προβλέπεται αύξηση των αμοιβών ανά μισθωτό κατά 5,4% (2023: 5,5%) και του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος κατά 4,4% (2023: 4,5%). Οι τάσεις αυτές αναμένεται να ασκήσουν καθοδικές πιέσεις στα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων. Η άνοδος των αποδοχών το 2024 θα επηρεαστεί τόσο από την αύξηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων όσο και από τη λήξη της αναστολής των επιδομάτων προϋπηρεσίας (τριετιών) των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα, η οποία είχε νομοθετηθεί κατά την περίοδο των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Επιπλέον, επισπεύσθηκε νομοθετικά η διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού, προκειμένου να χορηγηθεί νέα αύξηση από 1ης Απριλίου 2024, η οποία – όπως ανακοινώθηκε στις 29 Μαρτίου – θα είναι 6,4%.

    Το 2024 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (ΙΤΣ) αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω ως ποσοστό του ΑΕΠ σε 6,0% του ΑΕΠ (από 6,3% του ΑΕΠ το 2023).

    Οι προοπτικές της ελληνικής αγοράς ακινήτων παραμένουν θετικές. Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, όσο η ζήτηση από το εξωτερικό διατηρείται ισχυρή, οι τιμές εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν την ανοδική τάση τους στο υψηλών προδιαγραφών τμήμα της αγοράς, συμπαρασύροντας και τις τιμές στις δευτερεύουσες αγορές.

    Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και τις παρεμβάσεις που έχουν εξαγγελθεί, το πρωτογενές πλεόνασμα προβλέπεται να αυξηθεί σε 2,1% του ΑΕΠ το 2024. Η βελτίωση του πρωτογενούς αποτελέσματος εξηγείται κυρίως από την προβλεπόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων και των εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές λόγω του ισχυρού ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας.

    Το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αποκλιμακωθεί περαιτέρω σε 152,3% του ΑΕΠ το 2024, με βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με τα προηγούμενα τρία έτη, καθώς η επιβράδυνση του αποπληθωριστή του ΑΕΠ αναμένεται να αντισταθμίσει τόσο την επιτάχυνση του πραγματικού ΑΕΠ όσο και τη μειωτική επίδραση από τη διεύρυνση του πρωτογενούς πλεονάσματος. Επιπλέον, προβλέπεται μείωση του δημόσιου χρέους σε ονομαστικούς όρους για πρώτη φορά από το 2019 και για μόλις πέμπτη φορά κατά την περίοδο των 29 συνολικά ετών για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα εθνικολογιστικά στοιχεία.

    Ο λόγος χρέους/ΑΕΠ αναμένεται να ακολουθήσει σταθερή πτωτική πορεία μεσομακροπρόθεσμα. Το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος προβλέπει ότι, υπό την προϋπόθεση της προσήλωσης στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και της αποτελεσματικής αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ τίθεται σε σταθερή καθοδική τροχιά, η οποία ανακόπτεται προσωρινά μόνο το 2033 για αμιγώς τεχνικούς λόγους, συνδεόμενους με τη συμπερίληψη των αναβαλλόμενων δαπανών τόκων μέρους του δανείου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) στο δημόσιο χρέος.

    Όσον αφορά το χρηματοπιστωτικό τομέα, το 2024 θα δημιουργηθούν οι συνθήκες για μείωση των εγχώριων τραπεζικών επιτοκίων, καθώς ο πληθωρισμός θα προσεγγίσει σταδιακά το μεσοπρόθεσμο στόχο του 2% και τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα αρχίσουν να μειώνονται. Ευνοϊκά στο χρηματοπιστωτικό τομέα αναμένεται να συμβάλουν: α) η παρατηρούμενη βελτίωση στην αγορά εργασίας και ακολούθως της πιστοληπτικής ικανότητας των υποψήφιων δανειοληπτών, β) οι εξελίξεις στην αγορά ακινήτων, δηλ. η αύξηση της αξίας των προσφερόμενων εξασφαλίσεων για τη λήψη δανείων, και γ) η σχετικά πρόσφατη αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία, η οποία βελτιώνει τις συνθήκες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, ασκώντας καθοδικές πιέσεις στο κόστος χρηματοδότησής τους μέσω των αγορών κεφαλαίων.

    Οι προοπτικές της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα εξαρτώνται από την πορεία των επιτοκίων αναφοράς. Ο ρυθμός της πιστωτικής επέκτασης αρχικά κατά το 2024 θα συνεχίσει να επηρεάζεται αρνητικά από τις προγενέστερες αυξήσεις των δανειακών επιτοκίων. Στη συνέχεια, η διατήρηση ή η ενδεχόμενη μείωση του επιπέδου των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ σε δεύτερο χρόνο θα επιδράσει θετικά στην πιστωτική επέκταση αλλά προοδευτικά, λόγω των εκτιμώμενων χρονικών υστερήσεων. Αν ο ρυθμός ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας το 2024 διατηρηθεί σε επίπεδο τουλάχιστον παρόμοιο με εκείνο του 2023, η ζήτηση δανείων εκ μέρους των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών θα ενισχυθεί περαιτέρω. Το ευνοϊκότερο επενδυτικό περιβάλλον μετά την αναβάθμιση της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης στην επενδυτική κατηγορία θα επενεργήσει θετικά στην προσφορά τραπεζικών δανείων. Παράλληλα, η προσφορά τραπεζικής πίστης θα συνεχίσει να υποστηρίζεται σε σημαντικό βαθμό από τα χαμηλότοκα δάνεια του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, τα προγράμματα του ΕΣΠΑ (2021-27) και τα νέα προγράμματα συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας της ΕΑΤ και του Ομίλου ΕΤΕπ. Αυτά τα χρηματοδοτικά εργαλεία θα διευκολύνουν την προώθηση και τη χρηματοδότηση επενδύσεων, ορισμένες εκ των οποίων με μακροχρόνιο ορίζοντα από μεγάλες επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις ΜΧΕ αναμένεται να κυμανθεί κατά μέσο όρο στα ίδια επίπεδα όπως το 2023.

    Η διατήρηση αξιόλογων ρυθμών ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις, αναμένεται ότι θα συμβάλει σε περαιτέρω αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων. Τυχόν μεγαλύτερος βαθμός ενσωμάτωσης, στο εγγύς μέλλον, των αυξήσεων των επιτοκίων πολιτικής στα εγχώρια επιτόκια καταθέσεων, και μάλιστα σε συνδυασμό με την προσδοκώμενη αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, επίσης θα τονώσει τα αποταμιευτικά κίνητρα των ιδιωτών και επομένως τη ζήτηση τοκοφόρων καταθέσεων. Αν η προσδοκώμενη μείωση των επιτοκίων πολιτικής συμβαδίσει με σταθεροποίηση του πληθωρισμού σε χαμηλά επίπεδα και με ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και της πιστωτικής επέκτασης, τότε το απόθεμα των καταθέσεων θα συνεχίσει την ανοδική του πορεία.

    Θετικές είναι οι εκτιμήσεις και για τις εξελίξεις στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι προοπτικές των πιστοληπτικών αξιολογήσεων των τραπεζών διαγράφονται θετικές, υποστηριζόμενες τόσο από την αναβάθμιση του αξιόχρεου της Ελλάδος στην επενδυτική κατηγορία και την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας όσο και από τις εξελίξεις στα θεμελιώδη μεγέθη των τραπεζών, όπως η βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου τους (με τη μείωση του δείκτη ΜΕΔ) και η ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας, της κερδοφορίας και της ρευστότητάς τους. Στην περαιτέρω βελτίωση των επιδόσεων των τραπεζών αναμένεται να βοηθήσει η συγκράτηση του κόστους χρηματοδότησής τους εν μέσω συνέχισης των εκδόσεων τραπεζικών ομολόγων, η οποία επίσης συμβάλλει στη διατήρηση της κερδοφορίας των τραπεζών. Από την άλλη πλευρά, ενδεχόμενη αποκλιμάκωση των επιτοκίων αναμένεται να έχει σχετικά μικρή επίπτωση στην κερδοφορία των τραπεζών.

    Ποιοι οι κίνδυνοι

    Όσον αφορά την ελληνική οικονομία, η επίτευξη ικανοποιητικού ρυθμού ανάπτυξης αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση. Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν την πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ είναι κυρίως καθοδικοί και αφορούν:

    α) το ενδεχόμενο περαιτέρω επιβράδυνσης του ρυθμού ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας,

    β) την αυξανόμενη αβεβαιότητα λόγω δυσμενών γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, και τις επιπτώσεις της στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον,

    γ) την τυχόν καθυστέρηση των δράσεων εφαρμογής του NGEU και το βραδύτερο ρυθμό απορρόφησης των σχετικών κονδυλίων,

    δ) την εμφάνιση μεταρρυθμιστικής κόπωσης, με αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, και

    ε) τις επιπτώσεις ενδεχόμενων φυσικών καταστροφών που συνδέονται με την κλιματική κρίση.

    Από την άλλη πλευρά, θετικά στο ρυθμό ανάπτυξης θα μπορούσε να επιδράσει μια ενδεχόμενη καλύτερη από την αναμενόμενη επίδοση του τουρισμού. Συγκεκριμένα, η κατανομή των ταξιδιωτικών ροών σε περισσότερες περιφέρειες, η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου, η κάλυψη των ελλείψεων ανθρώπινου δυναμικού στις ξενοδοχειακές μονάδες της χώρας και η υλοποίηση νέων έργων υποδομής συνιστούν ορισμένες προκλήσεις, οι οποίες δύνανται να αναβαθμίσουν περαιτέρω το τουριστικό προϊόν της χώρας, ενισχύοντας τις ήδη θετικές προοπτικές.

    Τελευταία Άρθρα

    Σχετικά Άρθρα