Το “μαρτύριο” με την αύξηση των δόσεων εξυπηρέτησης του δανείου θα συνεχιστεί και αυτή τη στιγμή κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε θα έχουμε την κορύφωση του δράματος ούτε το πότε θα ξεκινήσει η αντιστροφή πορεία.
Η νέα αύξηση κατά 0,5% -η οποία θα φέρει το επιτόκιο της ΕΚΤ 3,5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα σε σχέση με πέρυσι- θα έχει ως αποτέλεσμα το μηνιαίο κόστος εξυπηρέτησης ενός δανείου να φτάσει να είναι 30% υψηλότερο σε σχέση με πέρυσι. Αν λοιπόν ένα δάνειο 100.000 ευρώ είχε πέρυσι δόση 626 ευρώ, από τον επόμενο μήνα θα έχει 797 ευρώ που σημαίνει απώλειες 2050 ευρώ στο οικογενειακό εισόδημα σε επίπεδο δωδεκαμήνου.
Και η ΕΚΤ επιβεβαιώσει τους φόβους ότι θα φτάσουμε ακόμη πιο ψηλά στο 4% ή στο 4,5%, τα 797% μπορεί να γίνουν 823 ή και 850 ευρώ αντίστοιχα με την ετήσια ζημιά να εκτοξεύεται ακόμη και στα 2690 ευρώ. Και όσο μεγαλύτερο είναι το δάνειο, τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η ζημιά.
Προφανώς και θα ζητηθούν, προφανώς και θα υπάρξουν ρυθμίσεις καθώς το ενδεχόμενο να κοκκινήσουν δάνεια είναι πλέον ανοικτό και κάθε αύξηση επιτοκίου -όπως αυτή που θα γίνει μέσα στην εβδομάδα- προσθέτει ακόμη περισσότερες πιθανότητες. Γι’ αυτό και όσα νοικοκυριά συνειδητοποιούν ότι το πρόσθετο βάρος από την αύξηση του επιτοκίου μπορεί να γίνει δυσβάστακτο, θα πρέπει να κινητοποιηθούν ακόμη και τώρα.
Δύο τα ενδεχόμενα: Ή να εξετάσουν τη λύση της μετατροπής του επιτοκίου από κυμαινόμενο σε σταθερό (σ.σ το σταθερό επιτόκιο 10ετίας είναι αυτή τη στιγμή στο 4-4,5% και το κυμαινόμενο έχει ξεφύγει πάνω από το 5,5% και σε ορισμένες τράπεζες και το 6%) ή να ζητήσουν ρύθμιση από την τράπεζα ή το servicer.
Και οι δύο λύσεις έχουν ρίσκο. Η ρύθμιση (ουσιαστικά η αύξηση της διάρκειας αποπληρωμής) αυξάνει το συνολικό κόστος εξυπηρέτησης. Το σταθερό, “κλειδώνει” τη δόση σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο και αν στο μέλλον υπάρξει ταχεία αποκλιμάκωση του επιτοκίου από την ΕΚΤ, τότε θα χαθεί η ευκαιρία μείωσης της δόσης.