Το ιστορικό κτίριο που βρίσκεται στις οδούς Πλαταιών 38 και Σφακτηρίας στο Μεταξουργείο επανακτά τη ζωή του, καθώς από το 1989 έως τα τέλη της δεκαετίας του ’90 φιλοξενούσε τη Βιοτεχνία Ελληνικών Μαντηλιών (ΒΕΜ) και από το 1995 έχει αναγνωριστεί ως διατηρητέο μνημείο. Σήμερα, έγινε το πρώτο επίσημο βήμα για τη μετατροπή του σε μουσείο με την ίδρυση του «Μαντηλάδικου-Μουσείου Σταμπωτού Υφάσματος» από το υπουργείο Πολιτισμού, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας στήριξης της ελληνικής χειροτεχνίας.
Το κτίριο, που ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού, ανακατασκευάζεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου με χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, με συνολικό προϋπολογισμό 7.600.000 ευρώ και προγραμματισμένη ολοκλήρωση για το τέλος του 2025. Το «Μαντηλάδικο» θα λειτουργήσει ως παράρτημα του Μουσείου Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού (ΜΝΕΠ).
Η Υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, δήλωσε: «Ο επαναπροσδιορισμός και η ανάπτυξη της ελληνικής χειροτεχνίας, ως μορφή σύγχρονης παραγωγικής δραστηριότητας, μέσα από την αναβίωση των παραδοσιακών τεχνικών, συνεισφέρει στην εθνική εφαρμογή της Σύμβασης της UNESCO για τη Διαφύλαξη της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, αξιοποιώντας παλαιότερες τεχνικές και γνώσεις, στο πλαίσιο ήπιων και καινοτόμων δράσεων. Η Βιοτεχνία Ελληνικών Μαντηλιών συνιστά έναν πολύτιμο μάρτυρα της εξέλιξης στην Ελλάδα της τυποβαφικής τέχνης και της μετάβασης από το στάμπωμα με ξυλότυπους, στην τεχνική της μεταξοτυπίας. Ο μηχανολογικός εξοπλισμός και τα αντικείμενα -μήτρες, μοναδικά σχέδια, πατροπαράδοτες συνταγές και μαντίλια βαμμένα με το μαύρο, ανεξίτηλο χρώμα, της ανιλίνης- που έχουν διασωθεί, συνθέτουν ένα ξεχωριστό παραδοσιακό τεχνικό σύνολο που συντηρείται και αναδεικνύεται ολιστικά και με τη χρήση σύγχρονων εποπτικών μέσων. Με την αποκατάσταση και την επανάχρηση του κτηριακού συγκροτήματος, προσαρμοσμένου στις νέες λειτουργίες του και τη διάσωση του κινητού του εξοπλισμού, εκτός από τη μουσειακή χρήση και τη διαφύλαξη του παραδοσιακού εργαστηρίου, αναδεικνύουμε αυτόν τον πρωτότυπο θησαυρό με σύγχρονη ματιά, που αφορά και στην διάσωση μιας παραδοσιακής τεχνικής και στην οικονομία. Ο νέος πολιτιστικός και μουσειακός χώρος, θα αποτελέσει κυψέλη ανάδειξης και αναβίωσης της παραδοσιακής τεχνικής στην παραγωγή σταμπωτών μαντηλιών, ενώ η χωροθέτηση ενός νέου πολιτιστικού κυττάρου στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας συνεισφέρει ουσιαστικά στην αναβάθμιση της ευρύτερης περιοχής».
Το 1999, ο μηχανολογικός και λοιπός κινητός εξοπλισμός, καθώς και τα κινητά αντικείμενα που ανήκαν στη βιοτεχνική παραγωγή, παραχωρήθηκαν από την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (ΚΕΔ) στο Υπουργείο Πολιτισμού. Το 2000, το ΥΠΠΟ αγόρασε τον μηχανολογικό και κινητό εξοπλισμό του εργαστηρίου. Κατά τις αρχικές εργασίες στο βιοτεχνικό συγκρότημα, εντοπίστηκαν διάφορα τμήματα του κινητού εξοπλισμού και εγκαταστάσεις που είχαν διατηρηθεί στο εργοστάσιο, όπως στεγνωτήριο, βαφείο, γραφείο, χημείο, ραφείο, αποθήκη με την ένδειξη «αρχείο», απλωτήριο και εσωτερική αυλή.
Η κεντρική ιδέα του μουσειολογικού σχεδιασμού επικεντρώνεται στην εξέλιξη της τυποβαφικής τέχνης στην Ελλάδα, με αφορμή την ιστορία της ΒΕΜ, και περιλαμβάνει παράλληλες δράσεις στους αντίστοιχους χώρους του κτηρίου. Παράλληλα, αναδεικνύεται η συμβολή της στην προστασία και αναζωογόνηση της τυποβαφικής τεχνογνωσίας, σύμφωνα με τις αρχές της Σύμβασης της UNESCO.
Η πλειονότητα των φυσικών εκθεμάτων προέρχεται από αντικείμενα που βρέθηκαν στο χώρο και συγκροτούν τη συλλογή της ΒΕΜ, η οποία έχει καταγραφεί και ενταχθεί στο Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού. Σημαντικά συναφή αντικείμενα από τις μόνιμες συλλογές του ΜΝΕΠ θα αξιοποιηθούν επίσης. Τα φυσικά εκθέματα θα συνοδεύονται από πρωτότυπο ψηφιακό υλικό, συνδέοντας την ιστορία της βιοτεχνίας με το παρόν και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την αξιοποίηση του γνωστικού, ιστορικού, τεχνικού και εικαστικού πλούτου.
Η διαδρομή των επισκεπτών είναι κυκλική: η είσοδος βρίσκεται στην οδό Σφακτηρίας. Οι επισκέπτες θα περιηγηθούν στον ημιυπαίθριο χώρο με τον in situ μηχανολογικό εξοπλισμό, θα συνεχίσουν στην κυρίως στεγασμένη μόνιμη μουσειακή έκθεση και στους χώρους πολλαπλών δραστηριοτήτων, και θα εξέρχονται μέσω του πωλητηρίου.
Η έκθεση διαρθρώνεται σε επτά ενότητες που περιλαμβάνουν την υποδοχή, την ιστορία της βιοτεχνίας και της εμπορικής δραστηριότητάς της, την παρουσίαση των μεθόδων παραγωγής, των πρώτων υλών, των μηχανικών μέσων αλλά και του κτηριακού κελύφους, την ιστορία και τις χρήσεις του μαντηλιού, και τέλος μια εκτενή αναφορά στα σχέδια των μαντηλιών. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στα μοτίβα που φιλοτέχνησε ο Γιάννης Τσαρούχης, έπειτα από προτροπή της Δώρας Στράτου.