Είναι από τη Νιγηρία και μιλάει τα καλύτερα ελληνικά που έχετε ακούσει στη ζωή σας! Ο Σαμ Τσέκουας διαθέτει το μοναδικό ελληνικό βιβλιοπωλείο σε ολόκληρη την Νέα Υόρκη, μια πόλη όπου κατοικούν εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνοαμερικανοί.
Ιδρυτής και ιδιοκτήτης του «Sunburn books», που όχι μόνο πουλά αλλά και εκδίδει βιβλία στην ελληνική γλώσσα, ο Νιγηριανός είναι μία από τις πλέον αγαπητές προσωπικότητες της παροικίας. Χειμαρρώδης, πνευματώδης, μετέχων της ελληνικής παιδείας, δεν φοβάται να μιλήσει για την Ελλάδα και τους Έλληνες με συναισθηματισμό αλλά και κριτικό πνεύμα. Άλλωστε όταν τον ρωτούν από πού είναι, απαντά με φυσικότητα, «Θεσσαλονικιός», διότι εκεί σπούδασε οδοντιατρική.
Η ιστορία του από την Αφρική στη Θεσσαλονίκη και από εκεί στην Αστόρια, είναι συγκινητική.
«Γεννήθηκα σε μια πόλη της Νιγηρίας. H Ελλάδα ήταν εντελώς άγνωστη έννοια. Όταν ήμουν ακόμα έφηβος, διάβασα σε αγγλική μετάφραση την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Αυτό το βιβλίο μου άλλαξε τη ζωή. Ένιωσα αμέσως μια σύνδεση με τον ελληνικό πολιτισμό, μου δημιουργήθηκε η ανάγκη να μάθω περισσότερα πράγματα. Ύστερα ένας φίλος του πατέρα μου, ο οποίος ζούσε στο Λονδίνο, μου έστειλε άλλο ένα βιβλίο για την ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό ήταν! Με συνεπήρε τόσο που σκεφτόμουν συνέχεια πώς θα επισκεφθώ τη χώρα. Τελικά στα 18 μου βρέθηκα να σπουδάζω ελληνική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης».
– Πώς αισθανθήκατε ερχόμενος στην Ελλάδα το 1980; Σας αντιμετώπισαν περίεργα;
– Ήμουν μεγαλωμένος στη Νιγηρία, σε μια ομοιογενή κοινωνία όπου ο ρατσισμός ήταν άγνωστη λέξη. Οταν ήρθα στην Ελλάδα, που δεν είχε τότε μετανάστες, ακόμα και αν κάποιος με αντιπαθούσε για το χρώμα του δέρματός μου ούτε καν το έπαιρνα χαμπάρι. Πέρασα υπέροχα στη Θεσσαλονίκη και δεν αντιμετώπισα τέτοια προβλήματα, κατά την επταετία όπου έμεινα στην πόλη. Άλλωστε είχα πάντα έναν σκοπό: να μάθω περισσότερα πράγματα για την Ελλάδα, τον αρχαίο και τον σύγχρονο πολιτισμό και να τα μεταφέρω στους συμπατριώτες μου. Τελικά ενώ σπούδαζα φιλολογία, μια καθηγήτριά μου με έπεισε να σπουδάσω οδοντιατρική για να μπορέσω να τα βγάλω πέρα οικονομικά. Τελικά όμως κατέληξα να προωθώ αυτό που αγάπησα περισσότερο, τα ελληνικά γράμματα.
– Στη Νέα Υόρκη πώς καταλήξατε;
– Όσο ήμουν στην Ελλάδα, στη Νιγηρία υπήρχε Χούντα και εγώ ήμουν αναμεμειγμένος στον αντιδικτατορικό αγώνα. Αν επέστρεφα στην πατρίδα μου, δεν θα ζούσα σήμερα. Έτσι επέλεξα να έρθω στη Νέα Υόρκη, όπου ζούσαν τα πέντε αδέλφια μου. Ύστερα από δύο χρόνια άνοιξα το πρώτο μου βιβλιοπωλείο. Μετά πήρα έναν μεγαλύτερο χώρο, πάλι στην Αστόρια, όπου έχω στα ράφια και στην αποθήκη 50.000 βιβλία. Ανάμεσα σε αυτά, υπάρχουν και 7.000 ελληνικοί τίτλοι. Παλαιότερα τα ελληνικά βιβλία είχαν περισσότερη ζήτηση. Με το ευρώ, οι τιμές ανέβηκαν πολύ σε σχέση με το παρελθόν. Το κόστος τους για τους Έλληνες της Αμερικής που πληρώνουν σε δολάρια είναι πολύ υψηλό.
– Οι Έλληνες της Αμερικής γιατί υστερούν πολιτιστικά;
– Έχουν βαθιά αγάπη και πόνο για τη χώρα, αλλά νιώθουν ίσως περισσότερο συνδεδεμένοι με τη μουσική, τον χορό και το φαγητό. Θεωρούν ίσως το ελληνικό τυρί αναπόσπαστο μέρος της καθημερινότητάς τους, αλλά όχι το βιβλίο. Πρέπει να τους βοηθήσουμε να το βάλουν στη ζωή τους. Το ελληνικό βιβλίο θα μπορούσε να φέρει συνάλλαγμα στην Ελλάδα. Πρώτα απ’ όλα όμως δεν πρέπει να το αντιμετωπίζουμε ως εμπόρευμα, αλλά ως την έμπρακτη απόδειξη ότι τα ελληνικά γράμματα μπορούν να εξαχθούν στο εξωτερικό. Δεν ρίχνω όμως το φταίξιμο μόνο στην Ελλάδα. Κάνω και εγώ την αυτοκριτική μου. Θα ήθελα να έχω κάνει περισσότερα πράγματα για να κάνω το βιβλιοπωλείο μου και ίσως να έχω μείνει και εγώ πίσω.
– Πού αποδίδετε το γεγονός ότι έχετε το μοναδικό ελληνικό βιβλιοπωλείο στη Νέα Υόρκη, όπου ζουν χιλιάδες Ελληνοαμερικανοί;
– Μα και εγώ Έλληνας νιώθω. Πρέπει να σας πω όμως ότι είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει μια τέτοια επιχείρηση εδώ. Εγώ κάνω λειτούργημα, δείχνω την ευγνωμοσύνη μου, εκφράζω την ευχαριστία μου για μια χώρα που με αγκάλιασε, με σπούδασε και με έθρεψε. Της χρωστάω της Ελλάδας. Οι Έλληνες που ήρθαν εδώ, ήθελαν να βελτιώσουν τη ζωή τους οικονομικά και ο πολιτισμός δεν είναι μία από τις προτεραιότητές τους. Χρειάζονται πολλά χρόνια για να νιώσουν ασφάλεια και να δουν και άλλα πράγματα πέραν της εργασίας.
– Η ελληνική γλώσσα χάνεται;
– Και βέβαια. Δεν αρκούν οι 3 ώρες ελληνικού σχολείου που πηγαίνουν συνήθως τα ελληνοαμερικανάκια για να συγκρατήσουν τις λέξεις, να τους γίνουν κτήμα. Ο,τι δεν γιορτάζεται, αποξενώνεται και πεθαίνει. Δεν υπάρχει έμφαση στη γλώσσα ως ταυτότητα, αλλά στη μουσική και στη διασκέδαση, τουλάχιστον στην Αμερική. Όμως και το ελληνικό κράτος δεν κάνει σοβαρές προσπάθειες να αγκαλιάσει και να βοηθήσει όσους θέλουν να μάθουν ελληνικά είτε είναι ξένοι είτε Ελληνοαμερικανοί. Δεν έχουμε σοβαρά ιδρύματα όπως το Γκαίτε, το Ιταλικό και το Γαλλικό Ινστιτούτο. Μαζί με τη γλώσσα, θα χάσουμε και τους φιλέλληνες, διότι δεν υπάρχει στο εξωτερικό ένας χώρος που να τους συσπειρώνει πνευματικά και αυτό είναι η πικρή αλήθεια. Κάθε αμερικανικό πανεπιστήμιο πρέπει να έχει τμήμα ελληνικών σπουδών. Αλλά πώς να γίνει αυτό χωρίς υποστήριξη;
– Η Ελλάδα ζει σε οικονομική και ίσως πνευματική παρακμή. Πώς το αντιμετωπίζετε;
– Με θλίβει βαθιά αλλά είμαι αισιόδοξος. Είναι ένα μπουρίνι και θα περάσει όταν βρεθούν πραγματικοί ηγέτες. Όταν προσεύχομαι, σε κάθε μου προσευχή βάζω και την Ελλάδα. Χωρίς αυτή τη χώρα, η ζωή του ανθρώπου θα ήταν χωρίς φιλοσοφία, ο άνθρωπος θα έχανε ένα μέρος της ομορφιάς της ψυχής του. Οι Έλληνες δεν έχουν πάψει να δημιουργούν, αλλά δεν έχουν πνευματική εξωστρέφεια. Όταν προωθείς την ελληνική παιδεία, προωθείς την ανθρωπότητα. Οι συμπατριώτες μου με καμαρώνουν γιατί έχω αυτή την ενασχόληση με την Ελλάδα, δεν θα με εκτιμούσαν το ίδιο αν ήμουν ένας επιτυχημένος οδοντίατρος.
– Τι θα αλλάζατε στην Ελλάδα;
– Δεν μου αρέσει να βλέπω τους Έλληνες να βρίζουν και να καπνίζουν. Κυρίως όμως θα ήθελα να διώξω την ξενομανία, να θεωρείτε πάντα καλύτερο τον ξένο. Η ποιότητα ξεκινά από εσάς, όχι από τους ξένους…
Τέλος, δηλώνει ότι όνειρό του είναι «κάθε γειτονιά της Νέας Υόρκης να έχει ένα ελληνικό βιβλιοπωλείο, για να μπορούν τα παιδιά να ανακαλύπτουν τον Καβάφη, τον Ρίτσο και τον Σεφέρη».