Με τις αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης και τη δημοσιονομική σταθερότητα ως βασικά “εργαλεία”, το Ελληνικό Δημόσιο προετοιμάζεται να απευθυνθεί στις αγορές το 2025, με στόχο την άντληση 11 δισ. ευρώ.
Η δραστηριότητα του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές ομολόγων το επόμενο έτος αναμένεται να είναι αυξημένη σε σχέση με το 2024, καθώς οι χρηματοδοτικές ανάγκες του κρατικού προϋπολογισμού θα είναι μεγαλύτερες. Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού, που κατατέθηκε στη Βουλή από τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστή Χατζηδάκη, ο καθαρός δανεισμός του Δημοσίου για το 2025 υπολογίζεται σε 8,5 δισ. ευρώ, σχεδόν διπλάσιος από τα 4,07 δισ. του 2024. Για την κάλυψη αυτών των αναγκών, το Δημόσιο θα αντλήσει 11 δισ. ευρώ από τις αγορές ομολόγων, έναντι περίπου 9 δισ. ευρώ που προγραμματίζεται να αντληθούν φέτος.
Οι αυξημένες δανειακές ανάγκες οφείλονται, πρωτίστως, στην αναμενόμενη αύξηση του ελλείμματος του προϋπολογισμού σε ταμειακή βάση, που θα φτάσει τα 4,4 δισ. ευρώ από 3 δισ. το 2024. Σε αυτό προστίθενται 3,7 δισ. ευρώ από δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης και 1,7 δισ. ευρώ από τη συμμετοχή του Δημοσίου σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου εταιρειών. Το συνολικό ποσό των χρηματοδοτικών αναγκών, συμπεριλαμβανομένων των 5,5 δισ. ευρώ για εξόφληση χρεολυσίων, φτάνει τα 14 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση, το Δημόσιο θα καλύψει τις ανάγκες αυτές αντλώντας 11 δισ. ευρώ μέσω μακροπρόθεσμου δανεισμού από τις αγορές και αξιοποιώντας 3 δισ. ευρώ από τα διαθέσιμά του.
Η δανειακή στρατηγική για το 2025 θα επικεντρωθεί στη διατήρηση μιας σταθερής παρουσίας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων, στην έκδοση ομολόγων υψηλής ρευστότητας με διατήρηση της υφιστάμενης ωρίμανσης, στη μείωση του κόστους δανεισμού και στην ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας ως εκδότη. Παράλληλα, θα αξιοποιηθούν τα χαρακτηριστικά του ελληνικού χαρτοφυλακίου δημόσιου χρέους, καθώς και οι ευκαιρίες που παρέχει η ευρωπαϊκή αγορά.
Τέλος, πέρα από τις εκδόσεις ομολόγων, θα δοθεί έμφαση στη διαχείριση του χαρτοφυλακίου χρέους, με στόχο τη διασφάλιση της παρουσίας στις αγορές, τη μείωση του κινδύνου αναχρηματοδότησης, τη βελτίωση της ρευστότητας και τη βέλτιστη αξιοποίηση της καμπύλης αποδόσεων για τη μείωση του κόστους δανεισμού.