Του Liam Denning
Για άλλη μια φορά βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας πυρηνικής αναγέννησης. Στην πραγματικότητα, το να γίνει αυτό πραγματικότητα απαιτεί κάτι για το οποίο δεν φημίζεται η πυρηνική ενέργεια: ταχύτητα.
Οι πυρηνικοί σταθμοί παράγουν ενέργεια χωρίς εκπομπές άνθρακα, δεν βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα τα οποία εξαρτώνται από κακά πράγματα όπως οι πόλεμοι σε ευρωπαϊκό έδαφος και λειτουργούν με συντελεστές υψηλής χωρητικότητας και δυνατοτήτων.
Εξ ου και, σε αυτούς τους προβληματικούς καιρούς, με συνείδηση του κλιματικού ζητήματος, κερδίζουν ξανά το ενδιαφέρον. Ως έχουν τα πράγματα, οι ΗΠΑ φιλοξενούν τον μεγαλύτερο πυρηνικό “στόλο” στον κόσμο, παράγοντας με αυτόν το 18% της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας και σχεδόν το ήμισυ της “πράσινης” ενέργειάς τους (με μηδενικές εκπομπές άνθρακα). Η συντριπτική πλειονότητα των αμερικανικών πυρηνικών μονάδων κατασκευάστηκε σε δύο κύματα κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, έχοντας σήμερα μέση ηλικία τα 36 έτη.
Ευκαιρία
Ένα ζήτημα είναι μια νέα ώθηση ζωής για υπάρχουσες εγκαταστάσεις. Περισσότεροι από 10 αντιδραστήρες έκλεισαν την τελευταία δεκαετία, κυρίως επειδή το φθηνό σχιστολιθικό φυσικό αέριο μείωσε την τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) μπήκαν επίσης στο παιχνίδι. Επιπλέον, το χαρακτηριστικό της πυρηνικής ενέργειας να παράγει μηδενικές εκπομπές ρύπων σε μεγάλο βαθμό δεν ανταμείφθηκε, δεδομένης μιας έλλειψης κινήτρων.
Όλα αυτά έχουν αλλάξει. Οι τιμές του φυσικού αερίου έφθασαν στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 14 ετών το καλοκαίρι και τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης ηλεκτρικής ενέργειας του 2023 στην περιοχή του μέσου Ατλαντικού, ως παράδειγμα, έχουν αυξηθεί περισσότερο από 50% από τον Ιανουάριο μέχρι σήμερα. Αρκετές πολιτείες, όπως το Νιου Τζέρσεϊ και το Ιλινόις, καθιέρωσαν επιδοτήσεις μετά από ένα παιχνίδι επίρριψης ευθυνών, με τους φορείς εκμετάλλευσης εργοστασίων να απειλούν να τα κλείσουν.
Ο Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού στις ΗΠΑ μετέφερε το παιχνίδι των ενισχύσεων σε ομοσπονδιακό, πανεθνικό επίπεδο, με θέσπιση φοροαπαλλαγών. Υπάρχει ακόμη και μια έκπτωση φόρου-μπόνους για το πράσινο υδρογόνο, με τους υπάρχοντες πυρηνικούς σταθμούς να μπορούν ενδεχομένως να χρησιμοποιήσουν πλεονάζουσα ενέργεια ή θερμότητα προκειμένου να το παραγάγουν.
Όλα αυτά αντιπροσωπεύουν ένα απροσδόκητο όφελος για ένα σύνολο περιουσιακών στοιχείων που είναι, εξ ορισμού, σπάνια. Δεν είναι περίεργο που η Constellation Energy, ο εμπορικός πυρηνικός βραχίονας της Exelon, έχει υπερδιπλασιάσει την κεφαλαιοποίησή της από τότε που αποσχίστηκε από τη μητρική της τον Ιανουάριο.
Αναβίωση μιας χαμένης τέχνης
Ωστόσο, η άλλη πλευρά αυτού του ασφάλιστρου σπανίων περιουσιακών στοιχείων είναι ο λόγος αυτής της σπανιότητας. Ο τελευταίος αντιδραστήρας τέθηκε σε λειτουργία το 2016. Όχι μόνο ήταν ο πρώτος εδώ και 20 χρόνια, αλλά η κατασκευή του ξεκίνησε πριν από περισσότερα από 40 χρόνια. Αυτή είναι η δεύτερη, πιο προκλητική πλευρά της αναγέννησης: η αναβίωση της χαμένης τέχνης της κατασκευής νέων πυρηνικών εργοστασίων στις ΗΠΑ.
Η αρχή της κατάπτωσης της πυρηνικής ενέργειας εντοπίζεται συχνά στο ατύχημα του Three Mile Island το 1979, το οποίο πυροδότησε τη δυσπιστία στην κοινή γνώμη και τον υπερβάλλοντα ζήλο στις ρυθμιστικές αρχές. Ωστόσο, η πυρηνική ενέργεια ήδη δυσκολευόταν. Πολλά πρότζεκτ είχαν ακυρωθεί πριν από το 1979, εν μέρει επειδή χρειαζόταν ήδη από τότε μια δεκαετία για να σχεδιαστεί, να αδειοδοτηθεί και να κατασκευαστεί μια μονάδα. Το κόστος κεφαλαίου εκτινάχθηκε πολύ πριν από το Three Mile Island, υπερδιπλασιαζόμενο σε πραγματικούς όρους μεταξύ 1971 και 1978, αψηφώντας έτσι την κοινή πεποίθηση ότι η μεγαλύτερη κλίμακα οδηγεί εξ ορισμού σε αποδοτικότητα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, ωστόσο, ήταν ότι ο κόσμος άλλαζε. Η πυρηνική ενέργεια έγινε εμπορικό προϊόν για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της ακμάζουσας δεκαετίας του 1960. Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας αυξανόταν κατά 7,3% ετησίως μεταξύ 1960 και 1973 κι έτσι οι εταιρείες κοινής ωφέλειας έσπευδαν να κατασκευάσουν γιγάντιους νέους αντιδραστήρες, απορροφώντας το κόστος και κατανέμοντάς το στους λογαριασμούς των φορολογουμένων.
Το πρώτο πετρελαϊκό σοκ το 1973 πυροδότησε αρχικά πυρηνική ευφορία. Το “Project Independence” του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον καλούσε σε κατασκευή 1.000 αντιδραστήρων (φτάσαμε στο αποκορύφωμά μας τους 112). Το σοκ στο πετρέλαιο, ωστόσο, πάτησε φρένο στην οικονομική επέκταση και ξεκίνησε την επιχείρηση εξοικονόμησης ενέργειας. Η ετήσια αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας επιβραδύνθηκε στο 3,2% μεταξύ 1973 και 1978, στο 2,5% από εκεί έως το 2000 και μόλις στο 0,5% έκτοτε. Εν τω μεταξύ, ο αχαλίνωτος πληθωρισμός – και στη συνέχεια τα τσουχτερά επιτόκια, αποτέλεσαν “δηλητήριο” για τα μεγάλα κεφαλαιουχικά έργα.
Η χρεοκοπία του Δημόσιου Συστήματος Τροφοδοσίας της Ουάσιγκτον στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αποτέλεσε παράδειγμα αυτής της σύγκρουσης των ρόδινων προβλέψεων για τη ζήτηση με τις νέες οικονομικές πραγματικότητες, επιβαρύνοντας τους φορολογούμενους με κόστος δισεκατομμυρίων για εγκαταλελειμμένες, μισοχτισμένες μονάδες. Το ίδιο συνέβη πολύ πρόσφατα, το 2017, με την εγκατάλειψη δύο ημιτελών έργων στη Νότια Καρολίνα. Δύο άλλοι νέοι αντιδραστήρες έχουν κατασκευαστεί στη Τζόρτζια και πρόκειται να τεθούν σε λειτουργία τον επόμενο χρόνο. Απέχουν ωστόσο πολύ από το να είναι αποτελούν παράδειγμα καλών δημόσιων σχέσεων. Ξεπέρασαν κατά πολύ τον προϋπολογισμό τους, αλλά και καθυστέρησαν – και οφείλουν την ολοκλήρωσή τους στις ρυθμιστικές αρχές που εκφόρτωσαν μεγάλο μέρος του κόστους και πάλι στους φορολογούμενους.
Εναλλακτικές
Εν τω μεταξύ, όσο κι αν η κλιματική αλλαγή δίνει επιχειρήματα υπέρ της πυρηνικής ενέργειας, έχει επίσης ενισχύσει και εναλλακτικές λύσεις. Όχι μόνον οι ΑΠΕ και οι μπαταρίες, αλλά και η εξοικονόμηση ενέργειας ενισχύεται τώρα με τεχνολογίες ενεργειακής κατανομής και εξελιγμένα εργαλεία διαχείρισης της ζήτησης. Σε αντίθεση με την πυρηνική ενέργεια, το κόστος τέτοιων τεχνολογιών μειώνεται γοργά.
Κατά την κατασκευή ενός νέου εργοστασίου σήμερα, επομένως, οποιοσδήποτε εταιρικός παίκτης αντιμετωπίζει μια σύγχρονη εκδοχή του ίδιου προβλήματος που υπάρχει εδώ και μισό αιώνα: πώς να διασφαλίσει ότι τα οικονομικά στοιχεία ενός νέου πρότζεκτ θα είναι εξίσου υποστηρικτικά όταν τεθεί σε λειτουργία, όπως ήταν την εποχή κατά την οποία πρωτοσχεδιάστηκε. Όπως η οικονομική αναταραχή αναστάτωσε τα πράγματα τη δεκαετία του 1970, ακριβώς έτσι μια οικονομική κρίση και μια έκρηξη του σχιστόλιθου εκτροχίασαν μια άλλη αμφιλεγόμενη αναγέννηση περίπου 15 χρόνια πριν. Οι ανταγωνιστικές τάσεις κόστους καθαρής τεχνολογίας και ό,τι άλλο προκύψει από τη δεκαετία του 2020 μεσολαβούν μέχρι την πιθανή έναρξη λειτουργίας νέων έργων μεγάλης κλίμακας τη δεκαετία του 2030.
Τα εμπόδια για τους SMR
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η τρέχουσα αναγέννηση επικεντρώνεται στην ανάπτυξη μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων ή SMR. Αυτοί παράγουν περί τα 100 μεγαβάτ – το ένα δέκατο των δυνατοτήτων των συμβατικών αντιδραστήρων – ή και λιγότερα και θα μπορούσαν να κατασκευαστούν σε σειρά, όπως τα εξαρτήματα σε ένα εργοστάσιο – και όχι ως τα συνηθισμένα κατά παραγγελία έργα. “Χάνετε κάποια αποτελεσματικότητα λόγω μικρότερης κλίμακας, αλλά ίσως κερδίσετε από τη σειριακή κατασκευή”, λέει ο Neal Mann, μηχανικός ενεργειακών συστημάτων στο Argonne National Laboratory. Εταιρείες όπως η NuScale Power και η TerraPower, οι οποίες έχουν ιδρυτή από τον Bill Gates, στοχεύουν να αναπτύξουν ορισμένα εμπορικά πρότζεκτ στα τέλη της δεκαετίας του 2020.
Πάνω απ’ όλα, αυτή η λέξη “modular” (αρθρωτός) έχει τη δελεαστική προοπτική αντιμετώπισης του επαναλαμβανόμενου προβλήματος της λήψης μεγάλων στοιχημάτων σε εργοστάσια που δεν ενεργοποιούνται για χρόνια. Ενώ τα έργα ηλιακής και αιολικής ενέργειας δεν προσφέρουν αποσπώμενη ενέργεια όπως οι πυρηνικοί σταθμοί, μπορούν να κατασκευαστούν σχετικά γρήγορα, φθηνά και σε επάλληλα στάδια, “κουμπώνοντας” με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς.
Παρά το γεγονός ότι συζητιούνται εδώ και χρόνια, ωστόσο, οι SMR δεν έχουν φτάσει ακόμη κοντά μας. “Δεν υπάρχουν αξιόπιστες εκτιμήσεις κόστους [για τους SMR] επειδή κανείς δεν τους έχει κατασκευάσει πραγματικά”, λέει ο Jonathan Koomey, ερευνητής ο οποίος μελετά το κόστος της ενεργειακής τεχνολογίας και συν-συγγραφέας ενός προς έκδοση βιβλίου με τίτλο “Επιλύοντας την κλιματική αλλαγή”. Δεδομένου του ιστορικού της πυρηνικής ενέργειας, προσθέτει, “εκείνο που χρειάζεται είναι χρόνος κατασκευής και κόστος που θα μπορούσαμε να προβλέψουμε με ακρίβεια”.
Ακόμη και υπό καλές συνθήκες – και υπάρχουν ήδη ενδείξεις ζητημάτων όσον αφορά το κόστος – τα αρχικά έργα SMR πιθανότατα δεν θα λειτουργήσουν για ακόμη αρκετά χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι η εμπορική λειτουργία σε μεγάλη κλίμακα είναι πιθανώς τουλάχιστον μια δεκαετία μακριά. Ποιο θα είναι το κόστος των ανταγωνιστικών τεχνολογιών έως τότε;
Το θέμα εδώ δεν είναι ότι οι SMR είναι καταδικασμένοι. Περισσότερο είναι, ότι, ενώ αποτελούν μια προφανή πιθανή λύση στο μεγαλύτερο πρόβλημα της πυρηνικής ενέργειας – δηλαδή το μέγεθος – εξακολουθούν να είναι γεμάτοι κινδύνους. Συγκρίνετε αυτό που συνέβη με την τιμή της μετοχής της Constellation, που αξιοποίησε το zeitgeist με τα υπάρχοντα περιουσιακά της στοιχεία, με εκείνη της NuScale, που προσπαθεί να οικοδομήσει ένα νέο μέλλον.
Έτσι, όπως συμβαίνει με κάθε πυρηνικό εργοστάσιο το οποίο έχει κατασκευαστεί μέχρι σήμερα, η κυβέρνηση πρέπει να αναλάβει αυτόν τον κίνδυνο, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό. Για τις υφιστάμενες μονάδες και τις νέες στη Τζόρτζια, αυτό περιελάμβανε εγγυημένη ανάκτηση του κόστους για τις λειτουργούσες εντός ρυθμιστικού πλαισίου επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας. Σήμερα, περιλαμβάνει επιδοτήσεις, αναπτυξιακές επιχορηγήσεις και δάνεια.
Τελευταία ευκαιρία
Δεν υπάρχει τίποτε εγγενώς λάθος σε αυτό. Σχεδόν κάθε πηγή ενέργειας έχει βασιστεί σε κάποιου είδους επιδότηση σε κάποια φάση της πορείας της. Σημαίνει όμως ότι αυτή η πιθανή αναγέννηση, όπως και οι άλλες προηγουμένως, παραμένει υπό την ευθύνη μιας συχνά “περίεργης” υποστήριξης της κοινωνίας.
Οι αγορές ενέργειας περιγράφονται συχνά ως λειτουργούσες σε κύκλους, με την προσφορά, τη ζήτηση και τις τιμές να αυξομειώνονται ακατάπαυστα. Η πυρηνική ενέργεια είναι διαφορετική: ο στόλος βρίσκεται εκεί, σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητος για δεκαετίες. Είναι η συναισθηματική μας σχέση με αυτόν που ολοένα και φθίνει. Συνήθως, η συζήτηση για την πυρηνική ενέργεια αναβιώνει εν μέσω μιας άμεσα αντιληπτής κρίσης, είτε πρόκειται για ένα πετρελαϊκό σοκ είτε για μια πολεμική σύγκρουση. Είναι σαν ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο ενάντια στην ενεργειακή αγωνία. Κάτι που είναι λογικό, διότι η συνεκτίμηση αυτών των (μη τιμολογημένων) κινδύνων κάνει την πυρηνική ενέργεια να φαντάζει πιο ανταγωνιστική.
Βρισκόμαστε σε μια στιγμή όπου όλα τα αστέρια έχουν φαινομενικά ευθυγραμμιστεί: η επείγουσα ανάγκη για το κλίμα, οι ανησυχίες για την ενεργειακή ασφάλεια, η νέα τεχνολογία, οι νέες επιδοτήσεις και η κυβερνητική παρέμβαση στις ενεργειακές αγορές, είναι όλα εδώ. Το συμπέρασμα είναι ότι, με τα δίκτυά μας να υφίστανται θεμελιώδεις αλλαγές και τους στόχους μηδενικών εκπομπών ρύπων να μας πιέζουν, εάν αυτή η υποτιθέμενη αναγέννηση δεν καρπίσει τώρα, θα είναι απίθανο να υπάρξει άλλη στο μέλλον.