Σημαντικά διμερή, περιφερειακά, ευρωπαϊκά, αλλά και παγκόσμια ζητήματα αναμένεται να βρεθούν στο επίκεντρο της επίσκεψης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, σήμερα και αύριο στο Λονδίνο, της πρώτης επίσκεψης εργασίας μετά το Brexit.
Στη σημερινή συνάντησή του με τον πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου Μπόρις Τζόνσον (15:15 τοπική ώρα) στην Downing Street, ο Έλληνας πρωθυπουργός θα επιχειρήσει με τον Βρετανό ομόλογο του μία συνολική επισκόπηση των διμερών σχέσεων, με έμφαση στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις, τις επενδύσεις, τον τουρισμό εν όψει του 2022, αλλά κυρίως την από κοινού εξεύρεση τρόπων περαιτέρω εμβάθυνσης των σχέσεων Ελλάδος – Μεγάλης Βρετανίας στους παραπάνω τομείς.
Εξάλλου, όπως ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης επισήμανε στην προ ημερών συνέντευξη του στη βρετανική εφημερίδα «The Telegraph», η συγκυρία μοιάζει πρόσφορη ώστε να υπογραμμιστεί ο δυναμισμός της ελληνικής οικονομίας, αλλά και να εμπεδωθεί πως «η Ελλάδα δεν είναι μόνον προορισμός για τουρισμό, είναι και για επενδύσεις».
Σημειώνεται ότι κατά την επίσκεψή του ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έχει ακόμα συναντήσεις με επενδυτές και εκπροσώπους του Συνδέσμου Βρετανών Βιομηχάνων, ενώ θα μετάσχει σε εκδήλωση για τους Έλληνες της Διασποράς.
Στο τραπέζι το αίτημα επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα
Σημαντικό ζήτημα στο τετ α τετ του με τον κ.Τζόνσον θα αποτελέσει για τον κ. Μητσοτάκη και η επαναφορά, από την πλευρά της χώρας μας, του αιτήματος στο ανώτατο επίπεδο για την επιστροφή των Γλυπτών τού Παρθενώνα, ώστε το μνημείο να αποκατασταθεί στην ολότητά του στο Μουσείο της Ακρόπολης, όπως διεφάνη και από την ομιλία του την προηγούμενη Παρασκευή από το βήμα της UNESCO. Μάλιστα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα σημειώσει, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, ότι το εν λόγω ζήτημα αφορά στις δύο κυβερνήσεις και ότι πρέπει να συζητηθεί με ειλικρίνεια. Θα τονίσει, δε, ότι η βρετανική κυβέρνηση θα πρέπει να μπει σε έναν καλή τη πίστει διάλογο με την Ελλάδα για την επιστροφή των Γλυπτών στην Ελλάδα.
Κυβερνητικές πηγές παραπέμπουν στην απόφαση της UNESCO τον προηγούμενο Σεπτέμβριο, κάνοντας λόγο για μία ιδιαίτερα θετική εξέλιξη, καθώς για πρώτη φορά αναγνωρίζει τον διακρατικό χαρακτήρα της διαφοράς σε αντίθεση με την πάγια θέση του Λονδίνου ότι τα Γλυπτά αποτελούν ζήτημα μεταξύ των Μουσείων.