Οι επενδυτές θα διατηρήσουν την επιφύλαξή τους όσον αφορά το ουράνιο, ακόμη και με την τιμή του να φτάνει τα 80 δολάρια ανά λίβρα, που αποτελεί το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαπενταετίας. Οι συνθήκες στην αγορά και οι γεωπολιτικές εξελίξεις τους φέρνουν στον νου το έτος 1973, και αυτό αναζωπυρώνει τους ενδοιασμούς τους.
Εκείνη τη χρονιά, λίγες μέρες μετά την έναρξη του πολέμου στη Μέση Ανατολή, ο OPEC επέβαλε εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου, με αποτέλεσμα η τιμή του αργού πετρελαίου να αυξηθεί κατά 150%. Το ουράνιο ακολούθησε την ίδια τάση, αν και αυτή διατηρήθηκε μόνο για έξι χρόνια. Από τα επίπεδα κάτω των 10 δολαρίων ανά λίβρα, το ουράνιο αναρριχήθηκε στα 40 δολάρια, καθώς οι παραγγελίες για πυρηνικούς αντιδραστήρες αυξήθηκαν, με σκοπό να αντιμετωπιστεί η κρίση στην αγορά του πετρελαίου.
Το ουράνιο υπέστη δεύτερο πλήγμα με την έκρηξη στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ στην Ουκρανία το 1986, ενώ το δράμα επαναλήφθηκε το 2011 με τον πυρηνικό σταθμό της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία.
Παρά τα παραπάνω γεγονότα, το ουράνιο δεν εξαφανίστηκε από τον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη. Αντιθέτως, παραμένει “ζωντανό” στο ενεργειακό παιχνίδι, καθώς η πυρηνική ενέργεια αποτελεί μια σημαντική πηγή ηλεκτρικής ενέργειας με χαμηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Η μεταστροφή της αντίληψης για το ουράνιο από “περιβαλλοντικό εχθρό” σε “περιβαλλοντικό φίλο” συνέβαλε στην ανάκαμψη της τιμής του. Αρχικά, κερδοσκοπικά επενδυτικά funds άρχισαν να το αγοράζουν, ενώ η τάση επεκτάθηκε σε φορείς εκμετάλλευσης σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίοι επιθυμούσαν να εξασφαλίσουν ποσότητες από τα σπάνια αποθέματα του ουρανίου.
Αυτή η μετατόπιση έφερε την πυρηνική ενέργεια ψηλά στην ατζέντα της COP28 με τη μια νέα γενιά μικρών αρθρωτών αντιδραστήρων (SMR) να συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον.