Σε εξέλιξη βρίσκονται οι χαρτογραφήσεις που πραγματοποιεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού στις αγορές του γάλακτος, της βρεφικής φόρμουλας, του αγελαδινού γιαουρτιού, της φέτας και του τυριού γκούντα, επιχειρώντας να αναλύσει την κατάσταση του ανταγωνισμού σε αυτές, ενώ σκοπός της διοίκησης της Επιτροπής είναι να προτείνει και την έναρξη νέων χαρτογραφήσεων, κυρίως στον τομέα του κρέατος.
Οι χαρτογραφήσεις αποτελούν ένα σχετικά νέο εργαλείο στη «φαρέτρα» της Επιτροπής Ανταγωνισμού, στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιείται μεταξύ άλλων συστηματική ανάλυση διαφόρων προϊόντων μέσω της δημιουργίας βάσης δεδομένων με barcodes UPC & EAN-13 για 65.000 προϊόντα και χρήση τεχνικών τεχνητής νοημοσύνης για ταυτοποίηση προϊόντων σε ηλεκτρονικά καταστήματα, ενώ έχουν πραγματοποιηθεί επίσης συγκριτικές μελέτες τιμών με άλλες ευρωπαϊκές χώρες σε διάφορα προϊόντα, όπως το φρέσκο γάλα. Όπως αναφέρεται στο πιο πρόσφατο ενημερωτικό δελτίο της Επιτροπής, σύντομα αναμένονται τα αποτελέσματα της χαρτογράφησης για την πορεία των τιμών στο γάλα, στο τυρί και στο γιαούρτι.
Από τις ακριβότερες χώρες στο γάλα η Ελλάδα
Ειδικά για τις τιμές λιανικής γάλακτος, από τα στοιχεία που επεξεργάστηκε η Επιτροπή Ανταγωνισμού προκύπτει ότι η Ελλάδα ως προς τη μέση τιμή φρέσκου αγελαδινού γάλακτος χαμηλών λιπαρών (1,12€) είναι η τρίτη ακριβότερη χώρα μετά την Εσθονία (1,39€) και τη Σουηδία (1,21€), ενώ ως προς την υψηλότερη τιμή για την κατηγορία αυτή η Ελλάδα είναι η δεύτερη ακριβότερη χώρα (2,22€), μετά την Εσθονία (2,39€).
Ως προς την τιμή του φρέσκου πλήρους αγελαδινού γάλακτος, από την κατάταξη προκύπτει ότι η Ελλάδα (1,12€) είναι η έβδομη ακριβότερη χώρα μετά τις Λιθουανία (1,45€), Φινλανδία (1,35€), Εσθονία (1,30€), Σουηδία (1,23€), Γαλλία (1,2€) και Αυστρία (1,19€), ενώ ως προς την υψηλότερη τιμή για την κατηγορία αυτή η Ελλάδα είναι επίσης η δεύτερη ακριβότερη χώρα (2,22€), μετά τη Λιθουανία (2,25€). Όπως σημειώνεται μεταξύ άλλων: «Από τον Ιανουάριο του 2023 (Δεκέμβριο του 2022 για κάποιες χώρες) παρατηρείται μια σταθερή αποκλιμάκωση των τιμών γάλατος. Τα διαθέσιμα δεδομένα (έως και τον Ιούνιο του 2023) δείχνουν πως οι τιμές παραγωγού είτε πλησιάζουν τις αντίστοιχες τιμές Ιουνίου 2022 (Ιταλία, Ουγγαρία) είτε ήδη βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα (Ελλάδα, Ρουμανία, Σουηδία). Θα περίμενε λοιπόν κανείς η μείωση τιμής να μεταφερθεί σταδιακά από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Κάτι τέτοιο δεν έχει παρατηρηθεί ακόμη. Είναι γνωστό από πολλές προηγούμενες μελέτες σε άλλες αγορές, πως τέτοια μεταφορά τιμής δεν παρατηρείται με την ίδια ταχύτητα (οι τιμές ανεβαίνουν γρήγορα αλλά πέφτουν αργά) ούτε στο ίδιο μέγεθος (οι τιμές ανεβαίνουν πολύ αλλά πέφτουν λιγότερο). Ωστόσο η διατήρηση των υψηλών τιμών λιανικής πώλησης μάλλον φαίνεται ότι δεν είναι συμβατές ούτε με το κόστος πρώτων υλών ούτε και με το κόστος ενέργειας (που επίσης έχει μειωθεί μέσα στο 2023)».
Στο ενημερωτικό δελτίο παρουσιάζονται επίσης στοιχεία για τρεις κατηγορίες (ΑΕΠ, Τρόφιμα, και Γάλα/Τυρί/ Αυγά) με βάση τον δείκτη Ισοτιμιών Αγοραστικής Δύναμης (Purchasing Power Parities), ο οποίος μετατρέπει διαφορετικά νομίσματα σε ένα κοινό νόμισμα και, στη διαδικασία μετατροπής, εξισώνει την αγοραστική τους δύναμη με την εξάλειψη των διαφορών στα επίπεδα τιμών μεταξύ των χωρών αυτών. Σύμφωνα με τη μεθοδολογία της Eurostat, προκύπτει ότι το 2022, σε όρους ΑΕΠ, όταν ο δείκτης Ισοτιμιών Αγοραστικής Δύναμης στην ΕΕ ισούται με 1, στην Ελλάδα είναι κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ήτοι 0,8, ενώ αντίθετα τόσο για την κατηγορία τρόφιμα όσο και για την κατηγορία Γάλα-Τυρί-Αυγά ο δείκτης βρίσκεται πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.