Το ενδεχόμενο να εμφανιστεί νέος επενδυτής για την ελληνική Avramar, ως εκείνη έχει, δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά κάτι τέτοιο δεν φαντάζει πιθανό. «Οι ιχθυοκαλλιέργειες αποτελούν κλάδο μεγάλης εξειδίκευσης και ανάγκης για υψηλή ικανότητα ελιγμών, επειδή επειδή περιλαμβάνει ζωική παραγωγή και είναι σύνθετος στην αλυσίδα πωλήσεων», επισημαίνει άνθρωπος της αγοράς. Άλλη πηγή εκτιμά ως «τεράστια» την «πιθανότητα μια πιθανή κατάρρευση της Avramar να παρασύρει και τις υπόλοιπες επιχειρήσεις του κλάδου, μεγαλύτερες ή μικρότερες».
Στην αγορά, η Avramar κατέχει μερίδιο λίγο μικρότερο του 50%, εν πολλοίς και εξαιτίας ενεργών συμβάσεων που διαθέτει στο οργανωμένο λιανεμπόριο. Ωστόσο, «εμφανίζει πλήρη αδυναμία να πουλήσει το προϊόν της με κερδοφορία»: Στη συντριπτική πλειονότητα του διατιθέμενου κωδικολογίου «πουλά κάτω από το κόστος», για να εξασφαλίζει ρευστότητα που χρειάζεται ώστε να αποπληρώνει μόνο βραχυχρόνιες υποχρεώσεις και έξοδα.
Τιμές «κάτω του κόστους» από τον leader της αγοράς ψαριού
Στην ελληνική αγορά ψαριού πωλούνται περίπου 2.000 τόνοι ανά εβδομάδα. «Έχει υπολογιστεί ότι η εβδομαδιαία ζημιά στον κλάδο ξεπερνά τα 2 εκατ. ευρώ», αναφέρει πηγή.
Όταν ο ίδιος ο leader της αγοράς, δηλαδή η Avramar, δεν μπορεί να εξασφαλίσει όχι ανταγωνιστικές, αλλά ούτε καν βιώσιμες τιμές, οι ανταγωνιστές αναγκάζονται να ρίξουν τιμές, συμπιέζοντας περιθώριο κέρδους. Αν για τις δύο εταιρείες, που αποτελούν το 70% της ελληνικής αγοράς, αυτό θα μπορούσε να είναι εφικτό, μέσω οικονομιών κλίμακας και λόγω μεγεθών παραγωγής, για τους μικρότερους «παίκτες» είναι απαγορευτικό.
Αν εκείνοι αναγκαστούν να ακολουθήσουν τον ανταγωνισμό της τιμής προς τα κάτω, θα εφαρμόσουν τόσο χαμηλά περιθώρια κερδοφορίας, που βάζουν σε κίνδυνο την ύπαρξή τους.
Το δίλημμα βιώσιμου περιθωρίου κέρδους ή μείωσης όγκου πωλήσεων
Στην αντίθετη περίπτωση όπου η Avramar σταματήσει να εξυπηρετήσει την αγορά, θα ζητηθούν οι δικές της τιμές από τους υπόλοιπους παίκτες, να πουλήσουν δηλαδή ψάρια «κάτω του κόστους» κι ενώ, μέση τιμή των ιχθυοτροφών έχει αυξηθεί κατά 35% τους τελευταίους 16 μήνες.
Τότε, η αγορά θα βρεθεί στο δίλημμα, είτε να εξορθολογίσει τις τιμές ώστε να αντιπροσωπεύουν βιώσιμο περιθώριο κέρδους για όλους, με μεγάλη ανατίμηση -υπολογίζεται στο 38% έως 40% ανά κιλό- είτε θα συνεχίσει να λειτουργεί με σχεδόν μηδενικά περιθώρια κέρδους, υπό το φόβο ότι οι ανατιμήσεις, θα μειώσουν την κατανάλωση.
Άλλωστε, όπως αναφέρει άλλη πηγή, «το διαθέσιμο εισόδημα του μέσου Ευρωπαίου είναι μειωμένο και αυτό συνδυάζεται με την επιφυλακτικότητα που ανέκαθεν είχε να καταναλώσει νωπό ή φρέσκο ψάρι, το οποίο, ως προϊόν, δεν είναι το φθηνότερο. Οι ίδιες ισορροπίες, ελαφρώς βελτιωμένες, ισχύουν και για τον Έλληνα».
Πηγή: Foodreporter