Από τις συμπληγάδες της αυξημένης εποπτείας περνάει πλέον ο νέος προϋπολογισμός και το σχέδιο στήριξης των νοικοκυριών ενόψει της ενεργειακής κρίσης.
Η Κομισιόν δημοσιοποίησε το ελληνικό σχέδιο προϋπολογισμού που, όπως και όλες οι χώρες της ΕΕ, απέστειλε η Αθήνα στις Βρυξέλλες την περασμένη Παρασκευή. Το υπουργείο Οικονομικών όμως έχει περιλάβει τις άκρως συντηρητικές προβλέψεις με βάση τις οποίες συντάχθηκε και το Προσχέδιο που κατέθεσε πριν 2 εβδομάδες στη Βουλή. Μιλά δηλαδή για Ανάπτυξη 6,1% εφέτος, παρότι έχει μπει ήδη ο Οκτώβριος και τα μηνύματα από τον Τουρισμό δείχνουν ότι η δυναμική ανάπτυξης της χώρας συνεχίζεται και πέραν του αναμενομένου.
Από την άλλη, προβλέπει πιο υψηλό πρωτογενές έλλειμμα για εφέτος και του χρόνου (7,3% του ΑΕΠ το 2021 και 1,2% το 2022 αντί 7,1% και 1,1% που προέβλεπε αντίστοιχα στο προσχέδιο πριν δύο εβδομάδες) δείχνοντας έτσι και ότι τα πρόσθετα μέτρα παροχών λόγω της ακρίβειας που ελήφθησαν τις τελευταίες ημέρες, θα συνεχιστούν και μέσα στο 2022.
Όλα τα μέτρα έναντι των ανατιμήσεων, οι στόχοι των ελλειμμάτων και οι προβλέψεις για την Ανάπτυξη, θα εξεταστούν τα επόμενα 24ωρα από κοινού με τους επικεφαλής των κλιμακίων των θεσμών (Επιτροπή, ΕΚΤ, ESM) για την 12η μεταμνημονιακή αξιολόγηση.
Στο κείμενο που εστάλη στις Βρυξέλλες αναφέρονται αναλυτικά τα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών κι επιχειρήσεων, ενώ αναζητούνται και νέα. «Στο μικροσκόπιο» μπαίνει η Ανάπτυξη και το κατά πόσον διατηρήσιμη θα είναι και ο 2022, μετά και την αναθεώρηση από Ελληνική Στατιστική Αρχή για την ύφεση του 2020 στο 9%, έναντι αρχικής εκτίμησης για ύφεση 8,2%. Αν και η εξέλιξη αυτή επηρεάζει αρνητικά το ποσοστό του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ, το «κατέβασμα» του πήχη για το 2020 ίσως οδηγήσει και σε συγκριτικά μεγαλύτερη εκτίναξη του ΑΕΠ για φέτος. Και αυτό διότι υπολογίζεται πως η άνοδος του ΑΕΠ κατά μία μονάδα, ενισχύει κατά 0,4% του ΑΕΠ τα ασφαλιστικά και φορολογικά έσοδα και δημιουργεί έτσι πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω αύξηση της επιδοματικής πολιτικής.
Το σχέδιο που απεστάλη στις Βρυξέλλες επιχειρεί και μια πρώτη εκτίμηση για τις πολιτικές και τις ευεργετικές επιπτώσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, από φέτος μέχρι και το 2040.