Σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών, για «υπεξαίρεση μνημείων ιδιαίτερα μεγάλης αξίας», καταδικάστηκαν ο Mητροπολίτης Ζιχνών και Νευροκοπίου Ιερόθεος και ο πρωτοσύγκελος του.
Μητροπολίτης και πρωτοσύγκελος, που αρνήθηκαν τις κατηγορίες και άσκησαν έφεση, κάθισαν στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, με την κατηγορία πως υπεξαίρεσαν ιερά κειμήλια από την εκκλησία του Τίμιου Προδρόμου στο χωριό Αγγίστα Σερρών.
Οι μάρτυρες υπεράσπισης υποστήριξαν πως τα κειμήλια επεστράφησαν μετά τη συντήρησή τους, ωστόσο προέκυψε πως δεν ήταν τα ίδια. Η σερραϊκή εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» μάλιστα, δημοσιοποίησε φωτογραφίες των εξαφανισμένων κειμηλίων, που είχε τραβήξει παλαιότερα κάτοικος της Αγγίστας, που μαρτυρούν την ύπαρξή τους στην εκκλησία του χωριού και πως δεν έχουν καμία σχέση με αυτά που επέστρεψαν στη θέση τους.
Η έδρα έκρινε ένοχους τον μητροπολίτη και τον πρωτοσύγκελο, αναγνωρίζοντας ωστόσο το ελαφρυντικό του σύννομου βίου, ενώ αποφάσισε να μετατρέψει την ποινή προς πέντε ευρώ, ημερησίως αναστέλλοντας την εκτέλεσή της ενόψει της δευτεροβάθμιας δίκης στο Εφετείο.
Σύμφωνα με τη διαδικασία που θα ακολουθηθεί εάν καταδικαστούν και από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, έχουν δικαίωμα άσκησης αναίρεσης στον Άρειο Πάγο. Εφόσον απορριφθεί και εκεί το αίτημά τους, τότε αναλαμβάνει η Ιερά Σύνοδος που θα κρίνει το μέλλον τους ακόμη και τη παύση των καθηκόντων τους ή και την αποπομπή τους από την εκκλησία.
Ο νομικός εκπρόσωπος της Ιεράς Μητροπόλεως Ζιχνών και Νευροκοπίου κ.Κωνσταντίνος Πεχλιβάνης, υπεραμύνθηκε της αθωότητας του μητροπολίτη και του πρωτοσύγκελου, υποστηρίζοντας πως η αλήθεια θα λάμψει στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Ολόκληρη η ανακοίνωση:
«Μετά από εξαντλητική επ’ ακροατηρίω διαδικασία [14.10.2021], ενώπιον της Δικαιοσύνης, εξεδόθη πρωτοβάθμια δικαστική απόφαση, η οποία έκρινε σχετικά με την φερομένη ως υπεξαίρεση ιερών κειμηλίων από πλευράς εκπροσώπων της Μητροπόλεως Ζιχνών και Νευροκοπίου.
«Κατ΄αρχήν, δέον να αναφερθεί ότι οι εντολείς μου συνεχίζουν να αρνούνται ολοσχερώς το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου, καθώς θεωρούν ακράδαντα ότι εκπροσωπούν την μόνη αλήθεια, που επίσης θεωρούν ότι εκπορεύεται και από το ίδιο το περιεχόμενο της συνταγείσης ποινικής δικογραφίας (έστω και εάν αυτή κρίθηκε, ως κρίθηκε, ήδη πρωτοδίκως).
Σημειωτέον ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση δεν είναι αμετάκλητη και έχει ήδη ασκηθεί έφεση προκειμένου να κριθεί εκ νέου ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.
Περαιτέρω, ένας εκ των κατηγορουμένων αθωώθηκε πρωτοβαθμίως δικαστικά, ενώ υπογραμμίζεται ότι, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, φέρεται πως ο εν λόγω κατηγορούμενος συνέπραξε ταυτόχρονα με έτερο κατηγορούμενο που πρωτοβαθμίως καταδικάσθηκε, οπότε η αθωωτική γι’ αυτόν απόφαση έχει κάθε νόμιμο λόγο να θεωρηθεί ότι θα συνεπηρεάσει δικαστικά στην κατ’ έφεση δίκη και την κρίση για τους έτερους δύο κατηγορούμενους και πρωτοδίκως καταδικασθέντες.
Τέλος, ναι μεν οι δικαστικές αποφάσεις είναι σεβαστές, πλην όμως δε, κρίνονται υπό τη βάση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος˙ για το λόγο αυτό θεωρώ ότι, πριν σπεύσουμε να βγάλουμε τα όποια συμπεράσματα, οφείλουμε να αναμείνουμε την τελική, αμετάκλητη κρίση, της Ελληνικής Δικαιοσύνης, καθότι, ως τουλάχιστον εκ της ποινικής δικογραφίας προκύπτει, συνεχίζουν να τίθενται πλήθος ερωτημάτων και κενών αναφορικά με την φερομένη ως εμπλοκή της Μητροπόλεως στην όλη υπόθεση, τα οποία, αν και επιμόνως παρουσιάστηκαν πρωτοδίκως, εντούτοις η διαλεύκανσή τους δεν επιτεύχθηκε, κάτι που βάσιμα θεωρούμε ότι θα αντιμετωπιστεί επιτυχώς, πλέον δευτεροβαθμίως».