Σε πρόσφατη έρευνά της η Επιτροπή Ανταγωνισμού διαπίστωνε ότι τα απορρυπαντικά των δύο πολυεθνικών, της Procter&Gamble και της Unilever, πωλούνται από 113,92% έως και 361% ακριβότερα σε σχέση με τη φθηνότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την Ιρλανδία.
Αυτό που προκύπτει από επικοινωνία που είχαμε με την Client Business Partner της NielsenIQ, Νικολέττα Σπερελάκη, είναι ότι “σε σχέση με τις μεγάλες κατηγορίες ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών όπως είναι τα τρόφιμα και τα προϊόντα ατομικής περιποίησης, τα προϊόντα φροντίδας σπιτιού παρουσίασαν στο σύνολό τους το 2022 τη μεγαλύτερη αύξηση τιμής (+9,2%). Αντίστοιχα, οι ανατιμήσεις για τα προϊόντα ατομικής περιποίησης την περασμένη χρονιά ήταν στο +8,2% και στα τρόφιμα στο +4,3% αντίστοιχα. Ειδικότερα, από τον Αύγουστο και ύστερα οι τιμές στη συγκρικριμένη υπερκατηγορία έχουν εκτοξευθεί, φτάνοντας ακόμη και το 17,2% τον Δεκέμβριο”, αναφέρει σχετικά η κυρία Σπερελάκη.
Επίσημη αιτιολογία για τις ανατιμήσεις οι αυξήσεις σε πρώτες ύλες και ενέργεια
Η επίσημη αιτιολογία για τις συγκεκριμένες ανατιμήσεις είναι ότι τα απορρυπαντικά και τα προϊόντα ατομικής περιποίησης δέχτηκαν τις υψηλότερες ανατιμήσεις στο πλαίσιο των αυξημένων κοστολογίων που αντιμετωπίζει η βιομηχανία συνολικά, τόσο σε επίπεδο πρώτων υλών και υλικών συσκευασίας, όσο και στον τομέα της ενέργειας.
Στελέχη της αγοράς με γνώση του θέματος αναφέρουν στο Capital.gr ότι η αύξηση στις πρώτες ύλες για τη βιομηχανία παραγωγής απορρυπαντικών ήταν άνω του 30%, ενώ ταυτόχρονα και η ενέργεια επιβάρυνε το κόστος παραγωγής σε ποσοστό άνω του 25%. Συμπληρώνουν πως ό,τι έρχεται στην Ελλάδα έχει μεγαλύτερο κόστος μεταφοράς, κάτι που επίσης αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για τις τιμές των προϊόντων.
Σημειώνεται παρ’ όλ’ αυτά ότι υπάρχουν εταιρείες όπως η Unilever, η οποία έχει φέρει την παραγωγή των υγρών απορρυπαντικών στην Ελλάδα και ένα μέρος από τα απορρυπαντικά σε σκόνη παράγονται από την ελληνική εταιρεία Rolco-Βιανίλ. Από την πλευρά της, η P&G παράγει στο εξωτερικό, σε χώρες όπως η Ρουμανία, όπου βρίσκεται το πλησιέστερο εργοστάσιό της αλλά και στην Ιταλία. Σε ό,τι αφορά την παραγωγή της Henkel, στον τομέα των απορρυπαντικών πραγματοποιείται και αυτός με τη μορφή του φασόν από τη Rolco.
Αυξήσεις από 30% έως και 50% – Μείωση της διαφημιστικής δαπάνης στα media
Την ίδια στιγμή, η αγορά χαρακτηρίζεται από έντονες προσφορές που κυμαίνονται από 30% έως και 50%, σε απορρυπαντικά και σε προϊόντα που σχετίζονται με την ατομική περιποίηση. Αυτήν τη στιγμή επειδή το καταναλωτικό κοινό επιδιώκει να καταβάλει λιγότερα χρήματα λόγω του γενικευμένου κύματος ακρίβειας, προτιμά τις εκπτώσεις στα προϊόντα παρά την προσφορά του 1+1 δώρο. Οι προσφορές στην κατηγορία των απορρυπαντικών, σύμφωνα με πηγές της αγοράς, ξεκίνησαν ήδη από το 2008, ενώ σήμερα συνεχίζονται απρόσκοπτα με αποτέλεσμα να έχει περιοριστεί δραστικά η δαπάνη προβολής προς τα μέσα ενημέρωσης, καθότι σχεδόν το σύνολο των επιχειρήσεων επενδύουν στις προσφορές στα ράφια των σούπερ μάρκετ.
Σε ό,τι αφορά την πληθωριστική κρίση, τον χορό των ανατιμήσεων στην Ελλάδα έσυρε πρώτη χρονικά η Procter & Gamble και ακολούθησε με σχετική καθυστέρηση η Unilever και κατόπιν οι υπόλοιποι παίκτες. Οι αυξήσεις αυτές, στη διετία περίπου 15% μεσοσταθμικά, για το σύνολο της κατηγορίας των απορρυπαντικών, αρχής γενομένης από τα τέλη του 2021 και φτάνοντας έως και τη φετινή χρονιά.
Η διαπραγματευτική ισχύς των πολυεθνικών το όπλο για να περάσουν ανατιμήσεις στα ράφια
Να σημειωθεί ότι για τις πολυεθνικές η μετακύλιση των ανατιμήσεων στα ράφια είναι εκ των πραγμάτων μία διαδικασία πιο απλή, λόγω της διαπραγματευτικής ισχύος που διατηρούν απέναντι στις μεγάλες αλυσίδες, δεδομένων των υψηλών μεριδίων αγοράς που καταλαμβάνουν. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένα σούπερ-μάρκετ δεν έχει τη δυνατότητα να πιέσει αδιάλλακτα μία πολυεθνική όπως η P&G ή η Unilever, διότι τα προϊόντα τους είναι απαραίτητα για τα ράφια του λόγω της ισχυρής μάρκας που έχουν χτίσει και της υψηλής προτίμησης που απολαμβάνουν σχεδόν από κάθε καταναλωτή.
Αντιθέτως, μικρότερου βεληνεκούς επιχειρήσεις, είναι αυτές που εκ των πραγμάτων ακολουθούν στον τομέα των ανατιμήσεων τις πολυεθνικές, δεδομένου ότι η διαπραγματευτική τους ισχύς αλλά και τα μερίδια στην ελληνική αγορά είναι μικρότερα των εν λόγω πολυεθνικών.