Μισό δισεκατομμύριο καταναλωτές της ΕΕ αγοράζουν υπηρεσίες. Το 70% του κοινού ΑΕΠ της ΕΕ προέρχεται από τον τριτογενή τομέα και απασχολεί το 90% του ευρωπαϊκού εργατικού δυναμικού των “27” κρατών μελών. Ο δευτερογενής, βιομηχανικός κλάδος της συρρικνώνεται εδώ και τρεις δεκαετίες στην Ευρώπη. Παρά ταύτα, συμβάλλει κατά 83% στο σύνολο των ευρωπαϊκών εξαγωγών. Και, το σπουδαιότερο, δίνει δουλειά (ακόμα…) σε 30 εκατομμύρια Ευρωπαίους.
Η ενεργειακή κρίση που έφερε ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επιταχύνει δραματικά την παρακμή της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Τόσο που η διάσωσή της προβάλλει ως μια από τις μείζονες προκλήσεις που φέρνει η νέα χρονιά, αφού οι συνθήκες ενεργειακής ασφυξίας που προκάλεσε στον κλάδο η έλλειψη υδρογονανθράκων από τη Ρωσία θα συνεχιστούν και το 2023. Τα αποθέματα φυσικού αερίου που έσπευσαν να εξασφαλίσουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα στερέψουν την επόμενη άνοιξη και, όπως όλα δείχνουν, οι δυνατότητες ανανέωσής τους με νέες εισαγωγές θα παραμείνουν εξαιρετικά περιορισμένες.
Από τα δεινά της ευρωπαϊκής βιομηχανίας θα επωφεληθούν ως επί το πλείστον οι βιομηχανίες των ΗΠΑ και της Κίνας. Στο εσωτερικό χώρο της ΕΕ, ωστόσο, οι ειδικοί της Economist Intelligence Unit (EIU) εκτιμούν ότι θα παρατηρηθεί μια μετατόπιση του βιομηχανικού κέντρου βάρους από το Βορρά και κυρίως από την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, προς το Νότο.
«Η ευρωπαϊκή βιομηχανία είχε ήδη συγκριτικά αυξημένα κόστη. Περαιτέρω διόγκωσή τους θα καταστήσει την παραγωγή στην Ευρώπη στρατηγικά ασύμφορη για πολλές βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας, ενώ η επερχόμενη οικονομική ύφεση το 2023 θα μειώσει την εγχώρια ζήτηση για βιομηχανικά προϊόντα», προβλέπουν οι αναλυτές της Economist Intelligence Unit.
Με δεδομένη τη γεωπολιτική αβεβαιότητα, η προσπάθεια επαναπατρισμού παραγωγής από την Ασία δεν θα είναι αναλόγως εύκολη υπόθεση για την Ευρώπη όσο για τις ΗΠΑ. Ως εκ τούτου η προοπτική να κλείσουν ευρωπαϊκές φίρμες γίνεται όλο και πιο πιθανή, προειδοποιούν οι Κασσάνδρες. Και απαριθμούν τέσσερις τομείς που, θα υποφέρουν περισσότερο:
Ενέργεια: Η «πράσινη μετάβαση» θα φέρει εξορθολογισμένα ρυθμιστικά μέτρα και επιδοτήσεις στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που εμπλέκονται με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Παρά την κρίση φυσικού αερίου, η παραγωγή υδρογονανθράκων στην Ευρώπη δεν θα αυξηθεί σημαντικά την επόμενη χρονιά, με εξαίρεση τις γεωτρήσεις στη Βόρεια Θάλασσα στη Νορβηγία και τη Βρετανία. Η πυρηνική ενέργεια επίσης θα πριμοδοτηθεί στη Γαλλία, τη Σουηδία, τη Βρετανία και σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα βλέπουν όλο και πιο ευνοϊκά τα έργα υποδομής που προβλέπουν ως καύσιμο (και) το υδρογόνο. Ωστόσο, λόγω των μεγάλων επενδύσεων διεθνώς στην τεχνολογία των συσσωρευτών η ευρεία χρήση του υδρογόνο απέχει ακόμα αρκετά χρόνια για να γίνει πραγματικότητα.
Μέταλλα: Ο κλάδος είναι εξαιρετικά ενεργοβόρος, κυρίως στη διαδικασία τήξης των μετάλλων. Η οικονομική ύφεση, από την άλλη, θα συμπιέσει ακόμα περισσότερο τις τιμές για μέταλλα όπως το αλουμίνιο και ο ψευδάργυρος. Περισσότερο από το ήμισυ της παραγωγικής ικανότητας του κλάδου στην Ευρώπη βρίσκεται ήδη σε αδράνεια και το 2023 είναι πολύ πιθανό να αρχίσουν να ηχούν τα πρώτα μεγάλα «κανόνια» στην αγορά. «Ακόμα και μονάδες παραγωγής με μακροπρόθεσμα ενεργειακά συμβόλαια κινδυνεύουν, αφού κάποια στιγμή αυτά τα συμβόλαια θα χρειαστεί να ανανεωθούν», σημειώνει χαρακτηριστικά η EIU.
Χημικά: Ο κλάδος των χημικών είναι ο δεύτερος πλέον ενεργοβόρος μετά από αυτόν των μετάλλων. Η ευρωπαϊκή παραγωγή αμμωνίας έχει χάσει τελείως την ανταγωνιστικότητά της, καθώς εξαρτάται άμεσα από το φυσικό αέριο. Η παραγωγή λιπασμάτων στην Ευρώπη έχει μειωθεί κατά 70%. Το ευρωπαϊκό μερίδιο στην παγκόσμια αγορά χημικών θα συρρικνωθεί περαιτέρω, προς όφελος κυρίως της Κίνας, ενώ η ευρύτερη ύφεση θα μειώσει τη ζήτηση στην Ευρώπη για βιομηχανικές ίνες, πολυμερή και πλαστικά που χρησιμοποιούνται στις κατασκευές και την αυτοκινητοβιομηχανία.
Αυτοκινητοβιομηχανία: Ο κλάδος αυτοκινήτου συμμετέχει κατά 7% στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού ΑΕΠ και στηρίζει τεράστια δίκτυα εφοδιαστικών αλυσίδων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκεται ήδη σε κρίση σε μια πολύ κρίσιμη τεχνολογικά συγκυρία, λόγω της στροφής στην ηλεκτροκίνηση. Η προϊούσα ύφεση θα μειώσει κι άλλο τη ζήτηση εντός και εκτός Ευρώπης, ενώ οι ανατιμήσεις στην ενέργεια και οι μισθολογικές αναπροσαρμογές λόγω πληθωρισμού θα ροκανίσουν περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα του κλάδου.
Εν κατακλείδι, αν κάποια περιοχή της ευρωπαϊκής ηπείρου έχει να αντλήσει κάποιο όφελος στο άμεσο, ζοφερό όπως όλα δείχνουν, μέλλον, αυτή είναι ο Νότος. «Η Νότια Ευρώπη θα δει την ανταγωνιστικότητά της εντός της ηπείρου να ενισχύεται εις βάρος της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς διαθέτει μεγαλύτερη δυνατότητα εκμετάλλευσης των τερματικών υγροποιημένου αερίου (LNG) και των αγωγών», σημειώνουν οι αναλυτές της EIU. Η Νότια Ευρώπη ευεργετείται επίσης κλιματολογικά, αφού έχει ηπιότερους χειμώνες και μεγαλύτερη εξάρτηση από τον κλάδο των υπηρεσιών.
Σε κάθε περίπτωση, οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην πράσινη μετάβαση πρόκειται να επωφεληθούν, καθώς θα έχουν να ελπίζουν σε επιδοτήσεις, σε φορολογικά και άλλα μέτρα στήριξης που θα αυξήσουν τις προοπτικές κερδοφορίας τους μεσοπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα. Κομβικό ρόλο για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων θα διαδραματίσει η εισαγωγή του μηχανισμού προσαρμογής των διασυνοριακών μεταφορών άνθρακα στην ΕΕ το 2026. Ο μηχανισμός θα αναδείξει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα κυρίως για τις χημικές βιομηχανίες με ήδη χαμηλές μετρήσεις άνθρακα και θα ευνοήσει σημαντικά τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις του κλάδου που μετεγκαθιστούν αυτήν την ώρα την παραγωγή τους εκτός ΕΕ και σχεδιάζουν να εισάγουν τα παραγόμενα εκεί προϊόντα.