Σε εξέλιξη βρίσκονται οι εργασίες αποκατάστασης τριών εμβληματικών κτιρίων στο κέντρο της Αθήνας, τα οποία συνδέονται με διαφορετικές πτυχές του πολιτισμού. Πρόκειται για την Κρατική Σχολή Χορού, το Ελληνικό Ωδείο Αθηνών – Μέγαρο Prokesch von Osten, και την παλαιά Βιοτεχνία Ελληνικών Μαντηλιών (ΒΕΜ) στο Μεταξουργείο. Η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη πραγματοποίησε αυτοψίες στα κτίρια αυτά.
Το κτίριο της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης (ΚΣΟΤ), που βρίσκεται στην οδό Ομήρου 55, είναι έργο του αρχιτέκτονα Γεώργιου Κοντολέοντα, κατασκευασμένο το 1934 και αντιπροσωπεύει το μοντέρνο κίνημα. Η Κούλα Πράτσικα, διακεκριμένη χορεύτρια και χορογράφος, το χρηματοδότησε και το προσέφερε στο Ελληνικό Δημόσιο το 1973. Σήμερα στεγάζει την ΚΣΟΤ και είναι διατηρητέο από το 1993. Το έργο αποκατάστασης, προϋπολογισμού 3.800.000 ευρώ, υλοποιείται από το Υπουργείο Πολιτισμού και χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Προβλέπεται να ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2025.
Παράλληλα, συνεχίζονται οι εργασίες επισκευής του ιστορικού κτιρίου του Ελληνικού Ωδείου Αθηνών, το οποίο παρέμενε εγκαταλελειμμένο για 50 χρόνια και υπέστη ζημιές από πυρκαγιά και την κατάρρευση μέρους του νότιου τοίχου. Το έργο, συνολικού κόστους 5.712.000 ευρώ, αναμένεται να ολοκληρωθεί στα τέλη του 2025, ώστε να φιλοξενήσει το αρχείο της τέχνης του χορού και άλλες δράσεις της ΚΣΟΤ.
Το Μέγαρο Prokesch von Osten, που κατασκευάστηκε το 1836 ως ιδιοκτησία του Αυστριακού πρέσβη Anton Prokesch von Osten, σχεδιάστηκε από τον Γερμανό αρχιτέκτονα Γουσταύο Αδόλφο Λούεντερς, με βάση σχέδια του Βιεννέζου αρχιτέκτονα Καρόλου Ρέσνερ. Είναι ένα από τα ελάχιστα διατηρημένα παραδείγματα ιδιωτικής αρχιτεκτονικής της Βαυαρίας από την εποχή της εγκατάστασης του Όθωνα στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1830. Χτισμένο έξω από τα όρια της τότε πόλης, το Μέγαρο χαρακτηρίζεται από κλασσικιστικό ύφος. Από το 1837 έως το 1849, πέρα από την έδρα της αυστριακής πρεσβείας, υπηρέτησε ως κέντρο συνάθροισης της κοινωνικής, πολιτικής και καλλιτεχνικής ελίτ της νέας πρωτεύουσας, αποτελώντας έναν πνευματικό και κοσμικό χώρο συνάντησης. Ακολούθως, πέρασε σε διάφορους ιδιοκτήτες και έγινε κατοικία γνωστών οικογενειών (Prokesch von Osten, Τοσίτσα, Α. Schliemann-Μελά). Από το 1919 μέχρι το 1971, φιλοξενούσε το Ελληνικό Ωδείο, με διευθυντή τον μουσουργό Μανώλη Καλομοίρη.
Η πρώην Βιοτεχνία Ελληνικών Μαντηλιών (ΒΕΜ) στο Μεταξουργείο αποτελεί μοναδικό δείγμα προβιομηχανικής παραγωγής σταμπωτών μαντηλιών κεφαλής, με αυθεντικά παραδοσιακά σχέδια από διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Αυτά τα μαντήλια διοχετεύονταν στην εγχώρια αγορά και στα Βαλκάνια κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Το 1995, η πρώην Βιοτεχνία Ελληνικών Μαντηλιών (ΒΕΜ) κηρύχθηκε μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού, συμπεριλαμβανομένου του εξοπλισμού της, όπως και των κινητών αντικειμένων που σχετίζονταν με τη βιοτεχνική παραγωγή. Το 1999, παραχωρήθηκε από την Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου στο Υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο το 2003 προχώρησε στην εξαγορά του μηχανολογικού και κινητού εξοπλισμού του εργαστηρίου.
Ο συνολικός προϋπολογισμός του έργου ανέρχεται στα 7.600.000 ευρώ και υλοποιείται από τη Διεύθυνση Προστασίας και Αναστήλωσης Νεωτέρων και Σύγχρονων Μνημείων, με χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Στόχος του υπουργείου είναι, εκτός από την ανακατασκευή του κτηρίου, να αναβιώσει την παραδοσιακή τέχνη του σταμπωτού ενδύματος και να δημιουργήσει ένα νέο πολυδύναμο πολιτιστικό χώρο, μετατρέποντας το σε Μουσείο Τυποβαφικής Τέχνης και Κέντρο Χειροτεχνίας του Υφάσματος. Έτσι, θα συμβάλει στην ανάπτυξη μιας περιοχής της Αθήνας, δημιουργώντας ένα σημαντικό τοπόσημο πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έχει θέσει ο Υπουργός στις αρμόδιες υπηρεσίες του ΥΠΠΟ, το έργο αναμένεται να παραδοθεί τον Δεκέμβριο του 2025.