Η αγορά εμπορικών ακινήτων στην Ελλάδα ακολουθεί μια σταθερά ανοδική πορεία, με τις προβλέψεις να δείχνουν ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί και τα επόμενα πέντε χρόνια. Οι περισσότερες επενδύσεις επικεντρώνονται σε κτίρια γραφείων και τουριστικά ακίνητα.
Σύμφωνα με την Κορίνα Σαΐα, διευθύνουσα σύμβουλο της Premier Realty, οι τιμές έχουν αυξηθεί σημαντικά από το 2019. Με βάση τα δεδομένα του «Σπιτογάτου», οι τιμές των γραφείων ανά τετραγωνικό μέτρο έχουν αυξηθεί κατά 47,3% στο κέντρο της Αθήνας, κατά 40,6% στα ανατολικά προάστια, κατά 49,9% στα νότια και κατά 33,3% στη δυτική Αθήνα. Η ζήτηση παραμένει υψηλή για ενεργειακά αποδοτικά και βιώσιμα κτίρια σε κεντρικές περιοχές, ενώ τα λιγότερο σύγχρονα γραφεία ενδέχεται να αντιμετωπίσουν μείωση της ζήτησης στο μέλλον. Παράλληλα, οι τιμές αποθηκών και αποθηκευτικών χώρων έχουν επίσης αυξηθεί: κατά 45,7% στο κέντρο, 52% στα ανατολικά προάστια, 39,3% στα νότια και 28,4% στη δυτική Αθήνα.
Σε απόλυτες τιμές, οι τιμές ανά τετραγωνικό μέτρο για εμπορικούς χώρους έχουν αυξηθεί από το 2019 έως το 2024. Στο κέντρο της Αθήνας, η τιμή ανέβηκε από 8 ευρώ σε 10,4 ευρώ, στα ανατολικά προάστια από 5 ευρώ σε 7,7 ευρώ, στα νότια από 7,8 ευρώ σε 10,7 ευρώ, και στη δυτική Αθήνα από 5,4 ευρώ σε 7,6 ευρώ.
Νέες τάσεις
Μια αναδυόμενη τάση στην ελληνική αγορά εμπορικών ακινήτων, όπως επισημαίνει η Κορίνα Σαΐα, είναι η στροφή προς τα «έξυπνα» κτίρια. Η παγκόσμια αγορά για τέτοιου είδους κτίρια αναμένεται να φτάσει τα 108 δισ. δολάρια το 2023. Τα έξυπνα κτίρια χρησιμοποιούν το διαδίκτυο των πραγμάτων (IoT) και αυτοματοποιημένες τεχνολογίες για να ελέγχουν συστήματα όπως ο φωτισμός, η ασφάλεια, η θέρμανση, ο εξαερισμός και ο κλιματισμός.
Επιπλέον, η κ. Σαΐα αναφέρει ότι μια άλλη τάση που αναπτύσσεται είναι τα έργα μικτής χρήσης. Αυτά τα έργα συνδυάζουν διάφορες λειτουργίες, όπως κατοικίες, καταστήματα, γραφεία και ψυχαγωγικούς χώρους (όπως κινηματογράφους) σε ένα ενιαίο συγκρότημα. Τα έργα μικτής χρήσης γίνονται όλο και πιο δημοφιλή, επειδή προσφέρουν ποικιλία ενοικιαστών, σταθερή ταμειακή ροή και συμβάλλουν στη βιωσιμότητα, ενώ παράλληλα διατηρούν χαμηλά ποσοστά κενών ακινήτων και προσφέρουν κατοικίες σε διάφορες τιμές.