Τη σαφή ανάγκη για περαιτέρω ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής της ζώνης του ευρώ, εκφράζοντας ωστόσο την έντονη αντίθεσή του με οποιαδήποτε προσέγγιση που δεν θα ήταν σταδιακή, απορρίπτοντας συνεπώς τις ασυνήθιστα μεγάλες μεταβολές στα επιτόκια, επισημαίνει σε συνέντευξή του στο Econostream ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Γιάννης Στουρνάρας.
Ο κ. Στουρνάρας δεν δίστασε να υποστηρίξει ότι η κατάσταση απαιτεί περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων πολιτικής έως ότου επιτευχθεί το ουδέτερο επιτόκιο, ενώ κάλεσε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να έχουν κατά νου ότι τα σύννεφα της οικονομικής καταιγίδας που διαρκώς πυκνώνουν προμηνύουν τουλάχιστον επιβράδυνση της οικονομίας, αν όχι και ύφεση.
“Γι’ αυτό πιστεύω στη σταδιακή ομαλοποίηση των επιτοκίων πολιτικής, διότι κατά τη γνώμη μου θα ήταν λάθος να προχωρήσουμε σε πολύ μεγάλη αύξηση των επιτοκίων, με κίνδυνο να αναγκαστούμε να την αντιστρέψουμε στη συνέχεια και να αρχίσουμε να μειώνουμε ξανά τα επιτόκια”, είπε ο κ. Στουρνάρας. “Μια σταδιακή προσέγγιση είναι η μόνη ενδεδειγμένη”.
Ο κ. Στουρνάρας συμφώνησε ότι το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument – TPI) που ενέκρινε το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ κατά τη συνεδρίαση του Ιουλίου είναι “ένα ισχυρό εργαλείο” που καθησύχασε εν μέρει τις προηγούμενες ανησυχίες για πιθανή δυσμενή αντίδραση των αγορών απέναντι στη συσταλτική μεταβολή της νομισματικής πολιτικής. Διευκρίνισε όμως ότι, παρά την ύπαρξη αυτού του νέου εργαλείου, δεν θα έβλεπε ευνοϊκά μια αύξηση κατά 75 μονάδες βάσης.
“Δεν θέλω να προεξοφλήσω το αποτέλεσμα της συζήτησής μας στο Διοικητικό Συμβούλιο, αλλά προτιμώ [η προσέγγισή μας] να παραμείνει σταδιακή και ευέλικτη”, απάντησε όταν ρωτήθηκε σχετικά με μια τόσο μεγάλη αύξηση. “Άλλωστε, ο σταδιακός χαρακτήρας, η ευχέρεια επιλογής και η ευελιξία είναι οι τρεις αρχές που καθοδηγούν τις μεταβολές της νομισματικής μας πολιτικής”.
Όταν ρωτήθηκε ευθέως τι θα μπορούσε να τον μεταπείσει όσον αφορά την καταλληλότητα των 75 μονάδων βάσης, ο κ. Στουρνάρας δήλωσε ότι η αύξηση των μισθών είναι για εκείνον ο κρισιμότερος μεσοπρόθεσμος δείκτης. “Αν η αύξηση των μισθών φτάσει σε επίπεδα που από οικονομική σκοπιά θα ήταν ανεπιθύμητα, τότε θα έλεγα: Ναι, εντάξει, πρέπει να ενεργήσουμε επιθετικά”, ανέφερε.
Αρνήθηκε ευγενικά να συμφωνήσει με κάποιους συναδέλφους του που θεωρούν ότι ο σταδιακός χαρακτήρας πρέπει να έρχεται σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με τα εισερχόμενα στοιχεία και υποστήριξε ότι η κεντρική τράπεζα οφείλει να μην αποδυναμώσει την οικονομική ανάπτυξη περισσότερο από όσο ήδη την επηρεάζουν οι υψηλές τιμές της ενέργειας.
“Θα ήθελα η νομισματική πολιτική να είναι προσεκτική, να συμβάλλει στην ομαλοποίηση των επιτοκίων πολιτικής, βεβαίως, αλλά χωρίς να αποσταθεροποιεί το προϊόν”, εξήγησε. Ομολογουμένως, συνέχισε, οι κεντρικοί τραπεζίτες είναι αντιμέτωποι με ένα δίλημμα, αλλά σε κάθε περίπτωση η μόνη επιλογή που έχουν είναι να εξηγήσουν στο κοινό ότι η επιθετική νομισματική συστολή δεν είναι η ενδεδειγμένη απόκριση σε διαταραχές που προέρχονται από την πλευρά της προσφοράς.
Σε περιπτώσεις αποσταθεροποίησης των προσδοκιών για τον πληθωρισμό ή έντονων δευτερογενών επιδράσεων θα χρειαζόταν ίσως μια πιο δυναμική παρέμβαση πολιτικής, ανέφερε ο κ. Στουρνάρας, αλλά στην παρούσα φάση τέτοιες περιστάσεις δεν φαίνεται να συντρέχουν. Οι μισθολογικές αυξήσεις σε επίπεδο ευρωζώνης είναι συγκρατημένες και διάφοροι δείκτες που βασίζονται στις αγορές και σε στοιχεία ερευνών υποδηλώνουν ότι οι προσδοκίες είναι κοντά στον στόχο 2% της ΕΚΤ για σταθερότητα των τιμών μεσοπρόθεσμα.
“Αυτό λοιπόν είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο πρέπει να είμαστε προσεκτικοί και να μη βιαστούμε να προχωρήσουμε σε υπερβολικές μεταβολές των επιτοκίων”, είπε.
Ανεξάρτητα από την απόφαση που θα λάβει το Διοικητικό Συμβούλιο την επόμενη εβδομάδα ως προς το ενδεδειγμένο μέγεθος της αναμενόμενης αύξησης των επιτοκίων, ο κ. Στουρνάρας δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να αποφασιστεί ταυτόχρονα και η προσαρμογή του εύρους του διαδρόμου μεταξύ των βασικών επιτοκίων.
Παρομοίως, ενώ το σύστημα δύο βαθμίδων για τον εκτοκισμό των αποθεματικών θα αλλάξει και αυτό κάποια στιγμή, “αυτό δεν είναι κάτι που επείγει επί του παρόντος”, είπε, και μπορεί να καθυστερήσει για λίγο.
Ο κ. Στουρνάρας θεωρεί ότι είναι ακόμη πρόωρο να συζητάμε πώς θα μειωθεί το μέγεθος του ισολογισμού της ΕΚΤ, που έχει διογκωθεί έπειτα από τις μεγάλης κλίμακας αγορές τίτλων που πραγματοποιούνταν επί σειρά ετών.
“Νομίζω ότι είναι πολύ νωρίς”, είπε. “Διότι αν στην ομαλοποίηση της πολιτικής προστεθεί και η ποσοτική σύσφιξη, τότε η κατάσταση θα είναι πολύ πιο δύσκολη για την πραγματική οικονομία”.
Ακόμη και αν η ΕΚΤ αρχίσει να συζητά σε ένα πολύ αρχικό στάδιο το θέμα της ποσοτικής σύσφιξης, πράγμα που ο ίδιος δεν αποκλείει να συμβεί ακόμη και την επόμενη εβδομάδα, “δεν πιστεύω ότι πρόκειται σύντομα να γίνει κάτι στην πράξη επ’ αυτού”, είπε.
Ούτως ή άλλως, υπενθύμισε ο κ. Στουρνάρας, το μέγεθος του ισολογισμού της ΕΚΤ θα μειωθεί. Μεγάλη συρρίκνωσή του αναμένεται ιδίως μετά την αποπληρωμή της ρευστότητας που έχει χορηγηθεί μέσω των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης.
Ουσιαστικά, αυτό ισοδυναμεί με μεταβολή της νομισματικής πολιτικής σε πιο περιοριστική κατεύθυνση, όπως αυτή που συντελείται από τον περασμένο Δεκέμβριο, δήλωσε. Στην ερώτηση αν εξακολουθεί να περιγράφει τις συνθήκες χρηματοδότησης ως ιδιαίτερα διευκολυντικές, απάντησε: “Έχουν γίνει δυσχερέστερες. Είναι μεν διευκολυντικές, αλλά έχουν γίνει δυσχερέστερες”.
Παρ’ όλα αυτά, συμφώνησε ότι οι συνθήκες χρηματοδότησης στη ζώνη του ευρώ απέχουν πολύ από το να είναι περιοριστικές. Και αυτό χρειάζεται οπωσδήποτε να παραμείνει έτσι προς το παρόν, δεδομένου μάλιστα ότι η μόνη βιώσιμη λύση στον σημερινό πληθωρισμό που τροφοδοτείται από τις τιμές της ενέργειας είναι “τεράστιες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας”.
“Αν διαμορφώσουμε δυσχερείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες, αυτές οι επενδύσεις δεν θα πραγματοποιηθούν”, είπε. “Με βάση όλα αυτά τα επιχειρήματα, πιστεύω ότι πιο ασφαλές θα ήταν να κινηθούμε με προσεκτικά βήματα παρά να βιαστούμε να προσαρμόσουμε τη νομισματική μας πολιτική”.