Στις χειρότερες πόλεις του κόσμου συγκαταλέγεται η Αθήνα αναφορικά με τις μετακινήσεις εντός αστικού ιστού, λόγω του υψηλού κόστους των μεταφορικών μέσων και της συγκοινωνίας, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Εκτός από τα οικονομικά των πολιτών, τα αποτελέσματα έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις εταιρείες που δίνουν μάχη για την επιστροφή των εργαζομένων στο γραφείο και για την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Ειδικότερα, στην όγδοη χειρότερη θέση παγκοσμίως τοποθετείται η Αθήνα σε μια έρευνα 53 πόλεων της Businessnamegenerator.com που εξετάζει τις τιμές των καυσίμων, τις ώρες που χάνονται λόγω της κυκλοφορίας, το κόστος των μέσων μαζικής μεταφοράς και τον χρόνο αναμονής.
Η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται στην τελευταία θέση της παγκόσμιας κατάταξης, ενώ οριακά καλύτερες είναι οι συνθήκες μετακινήσεων στο Ρίο ντε Τζανέιρο και το Βερολίνο.
Την καλύτερη θέση διεθνώς την έχει η Ντόχα του Κατάρ και ακολουθούν το Αμπού Ντάμπι και η Ταϊπέι. Σημειώνεται ότι στην πρώτη δεκάδα είναι η Λισαβόνα και η Μαδρίτη.
Μια σύγκριση των στοιχείων δείχνει το υψηλό τίμημα της μετακίνησης στην Αθήνα. Στους δρόμους της ελληνικής πρωτεύουσας οι οδηγοί χάνουν κάθε χρόνο 85 ώρες στην κίνηση, ενώ στην Μαδρίτη χάνονται μόνο 41 ώρες. Λόγω κίνησης, η κάθε διαδρομή με συγκοινωνία εκτιμάται ότι διαρκεί στην Αθήνα 46 λεπτά, τη στιγμή που στην Λισαβόνα χρειάζονται 36 λεπτά.
Επίσης, ο χρόνος αναμονής για τους επιβάτες που κινούνται με συγκοινωνία είναι σημαντικά αυξημένος στην Αθήνα (16 λεπτά) σε σχέση με άλλες πόλεις (Λισαβόνα: 8 λεπτά, Μαδρίτη: 10 λεπτά).
Ακόμα, το οικονομικό κόστος των μετακινήσεων στην Ελλάδα είναι σαφώς υψηλότερο. Η τιμή της βενζίνης στην Ελλάδας είναι από τις ακριβότερες της Ευρώπης, αν και το κόστος του εισιτηρίου (μιας διαδρομής) της συγκοινωνίας στην Αθήνα είναι ανταγωνιστικό διεθνώς.
Το άγχος της μετακίνησης
Οι συνθήκες μετακίνησης σε μια πόλη θεωρούνται από τα βασικά κριτήρια που εξετάζουν οι εργαζόμενοι όταν επιλέγουν την επόμενη θέση εργασίας. Το έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα της Αθήνας ήταν πάντα ανασταλτικός παράγοντας, ωστόσο το θέμα αναδείχθηκε ακόμα περισσότερο με την πανδημία και την αύξηση της τηλεργασίας.
Οι έρευνες δείχνουν ότι οι μεγαλύτεροι χρόνοι μετακίνησης συσχετίζονται με χαμηλότερη ικανοποίηση από την εργασία, αυξημένη πίεση και επιδείνωση της ψυχικής υγείας.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα της Zebra, το 35% των Αμερικανών θα ήταν πρόθυμοι να αποδεχτούν μείωση μισθού με αντάλλαγμα μια συντομότερη μετακίνηση. Από αυτούς που θα δέχονταν περικοπή μισθών, το 89% θα θυσίαζαν έως και το 20% του μισθού τους.
Στην ευρωζώνη, σχεδόν το ένα τρίτο των εργαζομένων επιθυμεί να εργάζεται από το σπίτι συχνότερα από ό,τι τους επιτρέπει ο εργοδότης και προτίθεται να αλλάξει δουλειά προκειμένου να μπορέσει να το κάνει, όπως προκύπτει από πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).
«Οι εργαζόμενοι είναι περισσότερο πρόθυμοι να αλλάξουν δουλειά αν προτιμούν να εργάζονται περισσότερες ημέρες από το σπίτι σε σχέση με αυτό που προσφέρει ο εργοδότης. Το 30% των εργαζόμενων προτιμούσαν να εργάζονται από το σπίτι περισσότερες ημέρες από αυτές που επέτρεπε ο εργοδότης τους», σύμφωνα με την ΕΚΤ.
Σχεδόν τα δύο τρίτα των εργαζομένων θέλουν να εργάζονται από το σπίτι τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, με τις μετακινήσεις να είναι ο κύριος παράγοντας που επηρεάζει την προτίμησή τους για τηλεργασία.
«Οι εργαζόμενοι που χρειάζονται πάνω από μια ώρα την ημέρα για να μεταβούν στην εργασία τους προτιμούν δέκα ημέρες τηλεργασία τον μήνα, δηλαδή τέσσερις περισσότερες σε σχέση με τους εργαζόμενους που χρειάζονται λιγότερο από 15 λεπτά για τις μετακινήσεις τους», προσθέτει η ΕΚΤ.