Για δωροδοκία κρίθηκε ένοχος από δικαστήριο της Λετονίας ο 58χρονος Ιλμαρς Ρίμσεβιτς, πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αντιμετωπίζοντας ποινή φυλάκισης έξι ετών και δήμευση περιουσιακών στοιχείων.
Η δικαστική απόφαση ανέφερε ότι ο Ρίμσεβιτς παραβίασε τον νόμο δεχόμενος πληρωμές από μετόχους μιας τράπεζας που δεν λειτουργεί πλέον, καθώς και ένα ταξίδι στη Ρωσία πριν από από δέκα χρόνια. Οι εισαγγελείς είχαν ζητήσει ποινή φυλάκισης έξι ετών και κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων και ο Ρίμσεβιτς δήλωσε ότι θα ασκήσει έφεση κατά της απόφασης.
Το 2018 η Λετονία, χώρα της Βαλτικής, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ είδε το μοντέλο του τραπεζικού της τομέα για μετακίνηση δολαρίων ΗΠΑ για ρωσικές δραστηριότητες να καταρρέει καθώς το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ απαίτησε ρυθμιστικές αλλαγές και οι μεγάλες ξένες τράπεζες έλαβαν μέτρα, μεταξύ άλλων κλείνοντας λογαριασμούς. Η σύλληψη του Ρίμσεβιτς ήταν μέρος ενός κύματος σκανδάλων ξεπλύματος βρώμικου χρήματος που κατέκλυσε τη Λετονία και τη γειτονική Εσθονία.
Η πτώση του έπειτα από περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα ως διοικητής ή ως αναπληρωτής διοικητής κεντρικής τράπεζας ήταν πολύ γρήγορη. Στη δημοσιότητα κυκλοφόρησαν, μάλιστα, φωτογραφίες που τον απεικόνιζαν στην Άπω Ανατολή της Ρωσίας, ενώ υπήρχαν επίσης ισχυρισμοί για δωροδοκίες και συμφωνίες που έγιναν σε μια σάουνα.
Η υπόθεση αυτή είχε τόσο ενδιαφέρον για τους κατοίκους της Λετονίας, που λίγο μετά τη σύλληψή του κυκλοφόρησαν μια ταινία και δύο βιβλία με την ιστορία του. Ενα πρόσφατο βιβλίο ενός φίλου του Ρίμσεβιτς, ο οποίος εξακολουθεί να δηλώνει αθώος έγινε μπεστ σέλερ σε πολλά καταστήματα της Ρίγα.
Οι εισαγγελείς βασίστηκαν σε μαρτυρίες δύο μετόχων της Trasta Komercbanka, η οποία έκλεισε το 2016, εν μέρει λόγω νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Ο ένας ανακάλεσε αργότερα την κατάθεσή του, ενώ ο άλλος πέθανε.
Η ποινική ιχνηλάτηση καθυστέρησε λόγω προσφυγών στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σχετικά με πιθανή ασυλία του Ρίμσεβιτς από δίωξη ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάσισε τελικά ότι δεν υπήρχε ασυλία για το ξέπλυμα χρήματος.
Ο Ρίμσεβιτς, ο οποίος κατηγόρησε τρεις εμπορικές τράπεζες που, σύμφωνα με τον ίδιο, συνωμότησαν εναντίον του για τα νομικά του προβλήματα, αντιμετωπίζει επίσης ποινική δίκη για απόπειρα επηρεασμού μαρτύρων και για αγορά πλαστού πιστοποιητικού Covid-19.
Ο ίδιος δηλώνει αθώος και αρνείται κατηγορηματικά ότι έχει διαπράξει αδίκημα σε όλες τις περιπτώσεις.