Δύο είναι τα βασικά ερωτήματα που χρίζουν απάντησης μετά τη συντριπτική ήττα του κυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SDSM) κατά τον Β’ γύρο των δημοτικών εκλογών στα Σκόπια. Εάν η χώρα οδηγηθεί σε πρόωρές εκλογές και τι θα σημάνει για την εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών πιθανός σχηματισμός νέας κυβέρνησης από το -σημερινό- αντιπολιτευόμενο εθνικιστικό VMRO-DPMNE.
Όπως το είχε ανακοινώσει πριν από μία εβδομάδα, πως θα παραιτηθεί από τη θέση του εάν ηττηθεί στις κάλπες, ο απερχόμενος πρωθυπουργός Ζόραν Ζάεφ δήλωσε -το βράδυ της Κυριακής- πως αναλαμβάνει την ευθύνη για την ήττα και παραιτείται τόσο από τη θέση του πρωθυπουργού όσο και από την ηγεσία του κόμματός του.
Ζάεφ και SDSM υπέστησαν βαριά ήττα, τόσο στο μητροπολιτικό δήμο των Σκοπίων, όσο και σε όλους τους άλλους μεγάλους δήμους της χώρας στους οποίους στήθηκαν κάλπες για τον δεύτερο γύρο.
Συνολικά κατά τον Β’ γύρο των δημοτικών εκλογών κρίθηκαν 44 δήμοι, με σημαντικότερο τον μητροπολιτικό δήμο των Σκοπίων (700.000 κάτοικοι), στον οποίο η υποψήφια Ντανέλα Άρσοφσκα, ανεξάρτητη αλλά υποστηριζόμενη ανοικτά από το VMRO-DPMNE, επικράτησε με διαφορά 14 εκατοστιαίων μονάδων του απερχόμενου δημάρχου των Σκοπίων και εκ νέου υποψηφίου του SDSM, του Πέτρε Σιλέγκοφ.
Το VMRO-DPMNE επικράτησε ακόμη σε άλλους μεγάλους δήμους της χώρας, όπως στο Μοναστήρι και στην Οχρίδα, ενώ στο Κουμάνοβο, τον δεύτερο μεγαλύτερο δήμο της χώρας, επικράτησε ο μη επίσημος υποψήφιος του SDSM.
Στο αλβανικό πολιτικό στρατόπεδο, το μεγαλύτερο αλβανικό κόμμα στη Βόρεια Μακεδονία, το DUI του Αλί Αχμέτι, υπέστη επίσης βαριά ήττα στον μεγαλύτερο «αλβανικό» δήμο της χώρας: στο Τέτοβο, όπου η υποψήφια του Τεούτα Αρίφι ηττήθηκε από τον αρχηγό του μικρότερου συγκυβερνώντος αλβανικού κόμματος BESA, τον Μπιλάλ Κασάμι.
Ήδη το αντιπολιτευόμενο εθνικιστικό κόμμα VMRO-DPMNE πανηγυρίζει για τη μεγάλη νίκη, ζητώντας πρόωρη προσφυγή σ’ εθνικές εκλογές, με τον επικεφαλής του Χρίστιαν Μίτσκοσκι, να υποστηρίζει πως η σημερινή κυβέρνηση απώλεσε την εμπιστοσύνη των πολιτών.
Ωστόσο ο Ζάεφ στη δήλωση παραίτησής του, τόνισε πως η σημερινή κυβέρνηση έχει ακόμη 2,5 χρόνια προκειμένου να ολοκληρώσει τη θητεία της και πως θα πρέπει να συνεχίσει το έργο της. Η κυβέρνηση διατηρεί ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, (διαθέτει 62 βουλευτές από τους 120 βουλευτές), οπότε τα κόμματα που συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό μπορούν να ορίσουν νέο πρωθυπουργό, που όμως θα πρέπει να εξασφαλίσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή.
Σε περίπτωση όμως που κάποιο από τα μικρά κόμματα του σημερινού κυβερνητικού συνασπισμού άρει την εμπιστοσύνη και προσχωρήσει στο στρατόπεδο του VMRO-DPMNE, τότε θα σχηματιστεί νέα κυβέρνηση υπό τη σημερινή αντιπολίτευση χωρίς εκλογές.
Αν και προεκλογικά η Συμφωνία των Πρεσπών δεν είχε απασχολήσει τη δημόσια πολιτική ατζέντα, εν τούτοις θεωρείται βέβαιο πως θα επανέλθει εντονότερα το επόμενο διάστημα, μια και το αντιπολιτευόμενο VMRO-DPMNE έχει ταχθεί κατά και της εφαρμογή της και της αλλαγής της συνταγματικής ονομασίας.
Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές -2020- ο επικεφαλής του VMRO-DPMNE Χρίστιαν Μίτσκοσκι, υποστήριζε πως εάν εξασφάλιζε την πλειοψηφία των 2/3 στη νέα Βουλή θα προχωρούσε στην κατάργηση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αργότερα μίλησε για αλλαγή των «λαθών της Συμφωνίας».
Αναλυτές θεωρούν πως η εκλογική άνοδος του VMRO-DPMNE θα δυσκολέψει τις σχέσεις με Ελλάδα και Βουλγαρία, οδηγώντας την Βόρεια Μακεδονία σ’ αχαρτογράφητα νερά και σε μια περίοδο εσωστρέφειας και απομόνωσης. Το γεγονός ωστόσο, πως για πρώτη φορά σε συγκέντρωση οπαδών του αντιπολιτευόμενου εθνικιστικού κόμματος, έκαναν την εμφάνισή τους σημαίες της Αλβανίας, κρίνεται ως μια προσπάθεια επίδειξης μετριοπάθειας του VMRO-DPMNE απέναντι κυρίως στην αλβανική μειονότητα που με τη ψήφο της στηρίζει την εκάστοτε κυβέρνηση.