Αναγκαίες είναι οι μεταρρυθμίσεις στην κινεζική αγορά ομολόγων, σύμφωνα με σημερινή έκθεση της S&P Global, η οποία κάνει λόγο για «σημαντικό» κίνδυνο για τη χώρα σε μακροπρόθεσμο επίπεδο εξαιτίας της εκτίναξης του χρέους.
Παρά τις προσπάθειες της κινεζικής κυβέρνησης, το χρέος εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά υψηλό ακόμη και με την επιβράδυνση του ονομαστικού ΑΕΠ, τονίζει ο οίκος αξιολόγησης. «Οι αξιωματούχοι αντιλαμβάνονται την ανάγκη να ελέγξουν τα πλεονεκτήματα που έχουν και ταυτόχρονα να διατηρήσουν την οικονομική ανάπτυξη», ώστε να διαχειριστούν τους συστημικούς κινδύνους σε βάθος χρόνου, σημειώνουν οι αναλυτές. Εξού και η χρηματοδότηση των τοπικών κυβερνήσεων έχει περιοριστεί τα τελευταία χρόνια.
Ωστόσο, δεν έχουν γίνει σημαντικά βήματα σε ό,τι αφορά τα μέτρα στην αγορά ομολόγων. Οι αρχές φαίνεται να έχουν εστιάσει στις προσπάθειες αντιμετώπισης άλλων μεγάλων ζητημάτων, όπως βέβαια η κρίση στην αγορά κατοικίας, η επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, καθώς και το χρέος των τοπικών κυβερνήσεων, δήλωσε η S&P.
Σύμφωνα με την έκθεση, όμως, η υιοθέτηση μέτρων στην αγορά ομολόγων ίσως πρέπει να γίνει ταυτόχρονα με την αντιμετώπιση όλων των παραπάνω προκλήσεων, διότι μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του χρέους σε βάθος χρόνου.
Τα υψηλά επίπεδα δημόσιου, ιδιωτικού και κρυφού χρέους στην Κίνα προκαλούσαν ανέκαθεν ανησυχίες για πιθανούς συστημικούς κινδύνους. Τον Απρίλιο, ο οίκος Fitch υποβάθμισε σε αρνητικές τις προοπτικές της πιστοληπτικής ικανότητας της Κίνας, προειδοποιώντας για την πιθανότητα συσσώρευσης χρέους, όσο η κυβέρνηση προσπαθεί να αντιμετωπίσει την κρίση στο real estate και να τονώσει την οικονομία.
Η Fitch προέβλεψε ότι το γενικό χρέος της κυβέρνησης μπορεί να εκτιναχθεί στο 61.3% του ΑΕΠ φέτος, από 56,1% το 2023 και 38,5% το 2019. «Προβλέπουμε ότι το ποσοστό του χρέους θα αυξηθεί στο 64,2% το 2025 και σχεδόν στο 70% το 2028, υψηλότερα από την πρόβλεψή μας για κάτω από 60% στην προηγούμενη αξιολόγησή μας», ανέφερε η Fitch.
Από την πλευρά της η S&P υπογράμμισε ότι η μεγάλη πιστωτική επέκταση της Κίνας, που αποδίδεται στις υψηλές επενδύσεις και την χαμηλότερη απόδοση της χρηματοδότησης, είναι ένας από τους παράγοντες που τροφοδοτούν το πρόβλημα χρέους της χώρας. Παράλληλα, το πρόβλημα αυτό διογκώνεται και με τις υψηλές δαπάνες για μεγάλες υποδομές και τη συρρίκνωση της κερδοφορίας. Σημειώνεται ότι η Κίνα στρεφόταν ανέκαθεν -και κυρίως μετά την κρίση του 2008-2009- στην ανέγερση υποδομών ως προσωρινή λύση για να τονώσει την οικονομική της ανάπτυξη.