“Έτρεξαν” οι χορηγήσεις δανείων από τις τράπεζες το 2022. Τη μερίδα του λέοντος στα δάνεια απέσπασαν οι μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ πολύ μικρότερα ποσά κατευθύνθηκαν σε μικρές και μεσαίες. Οι πιστώσεις προς τα νοικοκυριά παρέμειναν αντίθετα σε χαμηλά επίπεδα.
Όπως σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στη νέα Έκθεση του Διοικητή, το 2022 υπήρξε χρονιά ισχυρής και επιταχυνόμενης πιστωτικής επέκτασης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (ΜΧΕ), οι οποίες απορρόφησαν σχεδόν το 90% της χορηγηθείσας πίστωσης και μάλιστα προς επιχειρήσεις σχετικά μεγαλύτερου μεγέθους.
Η επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις, σημειώνει η ΤτΕ, προήλθε κυρίως από τα δάνεια προς τις μεγάλες επιχειρήσεις. Ειδικότερα, η μηνιαία ακαθάριστη ροή δανείων τακτής λήξης προς τις μεγάλες επιχειρήσεις ήταν κατά μέσο όρο το διάστημα Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2022 1,1 δισεκ. ευρώ, αυξημένη κατά 63% έναντι του 2021, ενώ η αντίστοιχη ροή δανείων προς τις ΜΜΕ ήταν 352 εκατ. ευρώ (2021: 280 εκατ. ευρώ).
Η μηνιαία καθαρή και ακαθάριστη ροή τραπεζικής χρηματοδότησης διατηρήθηκε σε επίπεδα υψηλότερα όχι μόνο από αυτά που καταγράφονταν προ της πανδημίας, αλλά και από αυτά που σημειώθηκαν κατά το πρώτο έτος της πανδημίας (οπότε επιδιώχθηκε η με ειδικά μέτρα ενθάρρυνση της χορήγησης τραπεζικών πιστώσεων). Ο δωδεκάμηνος ρυθμός αύξησης της τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις επιταχύνθηκε και έφθασε (κατά το γ΄ τρίμηνο) στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 13 ετών.
Εξηγώντας τη μεγάλη αύξηση των δανείων, η ΤτΕ την αποδίδει στην ισχυρή ανάκαμψη του ΑΕΠ και στην αύξηση των αναγκών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων λόγω της έξαρσης του πληθωρισμού. Η άνοδος του κόστους των πρώτων υλών και των τιμών της ενέργειας οδήγησε σε πιέσεις στη ρευστότητα των επιχειρήσεων, ενώ η αβεβαιότητα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία δημιούργησε κίνητρο πρόνοιας εκ μέρους των επιχειρήσεων για τη διατήρηση αποθεμάτων πλεονάζουσας ρευστότητας.
Εξάλλου, η απόσυρση των μέτρων προς αντιμετώπιση των αρχικών φάσεων της πανδημίας, ιδιαίτερα της επιστρεπτέας προκαταβολής και της αναστολής αποπληρωμών τραπεζικών δανείων, είναι εύλογο ότι οδήγησε σε πρόσθετη ζήτηση τραπεζικής χρηματοδότησης εκ μέρους των επιχειρήσεων. Επίσης, τα επιτόκια των δανείων παρέμειναν χαμηλά κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και το πραγματικό επιτόκιο ήταν αρνητικό.
Από την πλευρά των τραπεζών, σημαντική επίδραση στη διάθεσή τους να χορηγήσουν περισσότερα δάνεια είχε η αύξηση των καταθέσεων και η διατήρηση της χρηματοδότησής τους από την ΕΚΤ, ενώ ρόλο έπαιξαν τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία.