12.4 C
Athens
Tuesday, November 26, 2024
More

    “Επικίνδυνη” η τρέχουσα δεκαετία για την παγκόσμια οικονομία

    Διάφορα απρόβλεπτα και δυσάρεστα γεγονότα έχουν κλονίσει την παγκόσμια οικονομία του 21ου αιώνα μέχρι τον πυρήνα της. Μια παγκόσμια πανδημία, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η επιστροφή του πληθωρισμού διαταράσσουν τις παγκόσμιες ισορροπίες και ειδικά εκείνες της οικονομίας. Άρα δεν θεωρείται επιπολαιότητα ο χαρακτηρισμός της τρέχουσας δεκαετίας ως “επικίνδυνης”.

    Μετά τα σοκ του 2022, μια ύφεση για μεγάλα μέρη του κόσμου το 2023 φαντάζει ασφαλές στοίχημα. Πιο δύσκολος να μετρηθεί και πιο τρομακτικός είναι ο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος της ανατίμησης του ίδιου του χρήματος, καθώς και το γεγονός ότι οι δομικές υποθέσεις που διέπουν εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια την παγκόσμια οικονομική ιστορία ανατρέπονται.

    Άφθονο φθηνό εργατικό δυναμικό, χαμηλό κόστος ενέργειας και μεταφορών και μια γενικά ειρηνική εποχή από γεωπολιτική άποψη βοήθησαν στην παγκοσμιοποίηση των εφοδιαστικών αλυσίδων και έδωσαν ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη σε όλο τον κόσμο τις δεκαετίες μετά το 1990. Κάθε φορά που ένας από αυτούς τους πυλώνες κλονιζόταν, υπήρχε φθηνό χρήμα που βοηθούσε στη συνέχιση του πάρτι, ειδικά τα χρόνια μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008. Οι τρεις μεγάλες κεντρικές τράπεζες -στις ΗΠΑ, την Ευρωζώνη και την Ιαπωνία- διατηρούσαν τα βασικά τους επιτόκια κάτω από το 5% από το 2001 και εξής. Τα περισσότερα από τα τελευταία 10 χρόνια, τα επιτόκια ήταν κοντά στο 0% και σίγουρα πολύ κάτω από το ποσοστό του πληθωρισμού.

    Σε λιγότερο από τρία χρόνια, ο ένας μετά τον άλλον οι συγκεκριμένοι πυλώνες στήριξης της παγκοσμιοποίησης γκρεμίστηκαν. Οι εργαζόμενοι σπανίζουν και είναι ολοένα και πιο ακριβοί σε ΗΠΑ, Ευρώπη και Ηνωμένο Βασίλειο. Οι τιμές του πετρελαίου έχουν υπερτριπλασιαστεί από το 2020 και το παγκόσμιο κόστος της ενέργειας εκτινάχθηκε κατά 50% μόνο το 2022.

    Ο πόλεμος ήρθε στην Ευρώπη με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, με τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν και τον πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ να αμφισβητούν ανοικτά τη μεταψυχροπολεμική τάξη και τις δυτικές φιλελεύθερες αξίες. Σε απάντηση, οι μεγάλες δυνάμεις κήρυξαν τον πόλεμο στην οικονομία της Ρωσίας – και οι ΗΠΑ άρχισαν να ακολουθούν ανοικτά πολιτικές σχεδιασμένες ώστε να επιβραδύνουν την άνοδο της Κίνας.

    Τον Οκτώβριο του 2021, ορισμένοι βρήκαν ενοχλητικό το γεγονός ότι η υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, Τζίνα Ραϊμόντο, μίλησε σε συνέντευξή της για την ανάγκη άρνησης παροχής προηγμένης τεχνολογίας στην Κίνα. Τώρα οι έλεγχοι εξαγωγών των ΗΠΑ στην προηγμένη τεχνολογία ημιαγωγών με στόχο την Κίνα αποτελούν πραγματικότητα, με την Ολλανδία και την Ιαπωνία να καλούνται να ακολουθήσουν το αμερικανικό παράδειγμα και τον αριθμό των κινεζικών οντοτήτων που περιλαμβάνονται στη μαύρη λίστα να αυξάνεται συνεχώς. Οι επιχειρήσεις σε παγκόσμια κλίμακα αναρωτιούνται εάν -και πώς- οι περίπλοκες εφοδιαστικές αλυσίδες που χρειάστηκαν δεκαετίες για να χτιστούν θα πρέπει να δομηθούν από την αρχή.

    Η πιο ανησυχητική συνέπεια όλων αυτών των κραδασμών ήταν η επιστροφή του πληθωρισμού. Οι κεντρικές τράπεζες, που αγνόησαν τον “καπνό” στα αρχικά στάδια του φαινομένου, στράφηκαν δυναμικά στην πυρόσβεση πέρυσι, εξαπολύοντας την ταχύτερη και πιο συγχρονισμένη αυστηροποίηση νομισματικής πολιτικής εδώ και δύο γενιές.

    Περισσότερες από 90 κεντρικές τράπεζες αύξησαν τα επιτόκια την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2022, με τουλάχιστον τις μισές εξ αυτών να προχωρούν σε αύξηση κατά 0,75% σε μία και μόνη συνεδρίαση. Αυτό είχε εξίσου δραματική επίδραση στο μακροπρόθεσμο κόστος δανεισμού για τις επιχειρήσεις, όσο και σε εκείνο για καταναλωτές και κυβερνήσεις.

    Στις αρχές του 2022, η απόδοση του 10ετούς κρατικού ομολόγου των ΗΠΑ ήταν περίπου 1,5% και η αγορά ανέμενε τα επιτόκια ομοσπονδιακών κεφαλαίων να παραμείνουν κάτω από το 1%. Αντίθετα, έκλεισαν το έτος πάνω από το 4%, με τις αποδόσεις του 10ετούς T-Bond να αναμένεται να μην είναι πολύ χαμηλότερα αυτού του επιπέδου για ολόκληρο το 2023.

    Δεν είναι μόνο το μέγεθος της αλλαγής που είναι ιστορικού μεγέθους, αλλά και ο ρυθμός. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το επιτόκιο ενός πενταετούς στεγαστικού δανείου με σταθερό επιτόκιο τριπλασιάστηκε, από 2% σε 6%, μέσα σε μόλις δύο μήνες – κι αυτό μετά από περισσότερες από δύο δεκαετίες κατά τις οποίες νοικοκυριά, επιχειρήσεις και επενδυτές συνήθισαν στην ιδέα ότι τα επιτόκια θα μπορούσαν να κινούνται πάντα προς τα κάτω.

    Ένα πιεστικό ερώτημα για το 2023 είναι πώς το άλμα στο κόστος δανεισμού θα επηρεάσει τις επενδύσεις των επιχειρήσεων, τις καταναλωτικές δαπάνες και τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Το δεύτερο βασικό ζήτημα είναι πώς θα αντιδράσουν οι εταιρείες σε έναν κόσμο στον οποίο η παλίρροια της ιστορίας φαίνεται τώρα να γυρίζει εναντίον τους.

    Γνωρίζουμε ότι οι τιμές των κατοικιών δέχονται χτύπημα, καθώς τα ακίνητα ανατιμώνται σε πολλές χώρες για να αντικατοπτρίζουν το υψηλότερο κόστος στεγαστικών δανείων. Σύμφωνα με το Bloomberg Economics, οι τιμές των κατοικιών στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι πλέον 20% υψηλότερες απ’ ό,τι υποδηλώνουν τα θεμελιώδη στοιχεία. Το ποσοστό για τις ΗΠΑ είναι 10%. Η προσαρμογή βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη σε πολλές χώρες. Το Χονγκ Κονγκ ενδέχεται να χάσει τον τίτλο του ως η πιο ακριβή αγορά ακινήτων στον κόσμο.

    Είναι δυνατόν οι οικονομίες να συνεχίσουν να αναπτύσσονται ενώ τα επιτόκια και η ανεργία αυξάνονται και τόσο τα πραγματικά εισοδήματα όσο και οι τιμές των κατοικιών μειώνονται; Πρόκειται να το μάθουμε. Έχουμε κατά καιρούς δει “ήπιες προσγειώσεις” στις ΗΠΑ. Εκείνες ωστόσο αφορούσαν την επιβράδυνση της οικονομίας σε έναν πιο βιώσιμο ρυθμό ανάπτυξης, χωρίς να χρησιμοποιούνται τα “φρένα” τόσο δυναμικά ώστε να ανεβαίνουν τα ποσοστά ανεργίας.

    Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις στο Μεξικό και τις ασιατικές οικονομίες αναδυόμενων αγορών μετά την έναρξη της αύξησης των επιτοκίων από τις ΗΠΑ στα μέσα της δεκαετίας του 1990 έδειξαν ότι ακόμη και μια ομαλή προσγείωση στις ΗΠΑ μπορεί να φέρει οικονομική “βουτιά” σε άλλα μέρη του κόσμου, ειδικά όταν συνοδεύεται από ένα δολάριο στα ύψη. Η Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκονται ήδη σε ύφεση. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το Bloomberg Economics προβλέπει ανάπτυξη 2,4% για το 2023. Εξαιρουμένων των ετών κρίσης του 2009 και του 2020, πρόκειται για τον χαμηλότερο ρυθμό επέκτασης από το 1993.

    Συνοψίζοντας: δεν υπάρχει πια άλλο δωρεάν χρήμα. Οι υπεύθυνοι χάραξης μακροοικονομικής πολιτικής δοκιμάζονται. Και οι βασικές γεωπολιτικές παραδοχές στις οποίες στηρίχθηκαν περισσότερα από 30 χρόνια παγκόσμιας οικονομικής ολοκλήρωσης έχουν τιναχτεί στον αέρα.

    Εάν η μακροπρόθεσμη σχέση μεταξύ οικονομικής δραστηριότητας και πληθωρισμού στις ανεπτυγμένες οικονομίες έχει επίσης μετατοπιστεί οριστικά, αυτές οι τάσεις θα μπορούσαν κάλλιστα να επιδεινωθούν. Τα επιτόκια θα ανέβαιναν υψηλότερα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, καθώς οι κεντρικές τράπεζες θα επεξεργάζονταν το τι συμβαίνει και τα νοικοκυριά θα άρχιζαν να αναμένουν ότι ο πληθωρισμός θα παραμείνει μαζί μας. Οι οικονομίες θα αντιμετώπιζαν βαθύτερες υφέσεις από τις οποίες θα ήταν πιο δύσκολο να ξεφύγουν. Οι πολιτικοί που θα πάλευαν με περιορισμένες επιλογές θα ήταν πιο πιθανό να επιστρέψουν σε βραχυπρόθεσμες λύσεις εθνικού απομονωτισμού.

    Πράγματι, πρόκειται για ζοφερή προοπτική. Όπως όμως ο κόσμος μεταμορφώθηκε από απροσδόκητα γεγονότα το 2022, τους επόμενους 12 μήνες θα μπορούσαμε να τον δούμε να αναδομείται ξανά.

    Με την ισχυρή αγορά εργασίας τους και τους υγιείς ισολογισμούς των νοικοκυριών τους, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να αποφύγουν την ύφεση ή να δουν μόνο μια σύντομη συρρίκνωση της παραγωγής. Ο σχετικά ήπιος χειμώνας της Ευρώπης θα μπορούσε να συνεχιστεί, αφήνοντάς της άφθονο φυσικό αέριο για να φτάσει στο καλοκαίρι. Τα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν τη χειρότερη πίεση στο βιοτικό επίπεδο από τη δεκαετία του 1970 μπορεί να νιώσουν σύντομα ανακούφιση.

    Οι οικονομίες των αναδυόμενων αγορών, ως σύνολο, θα μπορούσαν να αψηφήσουν την ιστορία και να αποφύγουν μεγάλες εκροές κεφαλαίων και μια σειρά από κρίσεις. Ο επικεφαλής οικονομολόγος αναδυόμενων αγορών του Bloomberg Economics, Ziad Daoud, εκτιμά ότι ο κίνδυνος εκτεταμένων χρεοκοπιών λόγω του υψηλότερου παγκόσμιου κόστους δανεισμού είναι πολύ χαμηλότερος σήμερα σε σχέση με τη δεκαετία του 1980, με τις πιο ευάλωτες χώρες να αντιπροσωπεύουν πολύ μικρότερο μερίδιο της παγκόσμιας οικονομίας.
    Το πιο σημαντικό τμήμα αυτού του φωτεινότερου εναλλακτικού μέλλοντος είναι τώρα και το πιο αβέβαιο: η Κίνα. Η απότομη κατάργηση των πολιτικών “μηδενικού Covid” τις τελευταίες εβδομάδες του 2022 σόκαρε τους παρατηρητές εντός και εκτός της χώρας και εκτόξευσε τα ποσοστά των κρουσμάτων στα ύψη. Κανείς δεν ξέρει πώς θα εξελιχθεί αυτό.

    Η βιαστική στροφή θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες πολιτικές συνέπειες, δεδομένου του πόσα είχε επενδύσει προσωπικά ο Σι στην προστασία του πληθυσμού από τον ιό. Θα μπορούσε όμως κάλλιστα να ενισχύσει την οικονομική ανάπτυξη κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους, όταν τα ποσοστά μόλυνσης θα έχουν αρχίσει να μειώνονται. Αυτό, με τη σειρά του, θα μπορούσε να οδηγήσει σε άνοδο των τιμών της ενέργειας, καθιστώντας πιο δύσκολο τον περιορισμό του πληθωρισμού στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Το Bloomberg Economics πιστεύει ότι το ταχύτερο άνοιγμα θα μπορούσε να ωθήσει την ανάπτυξη του ΑΕΠ της Κίνας το 2023 στο 5,1% και να προσθέσει περίπου 1 ποσοστιαία μονάδα στον παγκόσμιο πληθωρισμό σε σχέση με μια επανάληψη της επέκτασης 3% που πέτυχε η Κίνα το 2022. Ένα ανοδικό σενάριο ανάπτυξης στο 6,3% θα μπορούσε να ωθήσει τον παγκόσμιο πληθωρισμό έως και κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες ανοδικά.

    Θα μπορούσε ίσως η παγκόσμια ανάπτυξη να μας εκπλήξει ανοδικά; Τα όνειρα για ένα ευρέως διαδεδομένο μέρισμα παραγωγικότητας από την Covid-19 -χάρη στην τηλεργασία και την ταχύτερη υιοθέτηση του αυτοματισμού- φαίνονται πλέον λιγότερο πειστικά. Οι βραχυπρόθεσμες πιέσεις στην εφοδιαστική αλυσίδα, ωστόσο, είναι ένα κλάσμα εκείνου που αποτελούσαν πριν από έναν χρόνο. Παρ’ όλη τη συζήτηση για αποπαγκοσμιοποίηση, οι παράγοντες που φαίνονταν έτοιμοι να μεταμορφώσουν την παγκόσμια οικονομία πριν από μερικά χρόνια -για παράδειγμα, η ψηφιοποίηση των παγκόσμιων υπηρεσιών, η μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών καθαρών εκπομπών ρύπων και η άνοδος της αυτοματοποίησης- δεν έχουν εξαφανιστεί.

    Κάτω από την επιφάνεια, αυτές οι τάσεις ως επί το πλείστον εξακολουθούν να δείχνουν προς πιο ολοκληρωμένες αγορές – ακόμη κι αν οι πολιτικοί στις ΗΠΑ και την Κίνα βαδίζουν αποφασιστικά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η μικροοικονομική ιστορία του 2023 θα είναι το πώς οι επιχειρήσεις θα επιχειρούν να τετραγωνίσουν αυτόν τον κύκλο, φέρνοντας γεωγραφικά εγγύτερα, αλλά και διαφοροποιώντας τους προμηθευτές τους προκειμένου να διασφαλιστούν έναντι διαταραχών της εφοδιαστικής αλυσίδας, ασκώντας ταυτόχρονα πίεση και αντιστεκόμενες, όσο μπορούν, στις προσπάθειες των κυβερνήσεων να επιβάλουν “διαζύγια” μεταξύ εμπορικών εταίρων.

    Παρά την επιθετική στάση σε επίπεδο πολιτικών ηγεσιών, πολλές επιχειρήσεις και επενδυτές φαίνεται να στοιχηματίζουν ότι η παγκοσμιοποίηση -σε κάποια μορφή της- είναι εδώ για να μείνει και ότι το βραχυπρόθεσμο κόστος μιας πραγματικής διάλυσής της θα ήταν πολύ υψηλό για να το αντέξουν οι πολιτικοί. Αυτή η ελπίδα μπορεί επίσης να αποδειχθεί υπεραισιόδοξη, δεδομένου του ψυχρού ανέμου που πνέει στο διεθνές γεωπολιτικό τοπίο. Εάν ωστόσο οι κεντρικές τράπεζες μπορέσουν να θέσουν υπό έλεγχο τον πληθωρισμό εντός των επόμενων 12 μηνών, σχεδόν όλα είναι πιθανά – και σχεδόν όλα θα είναι ευκολότερα.

    Τελευταία Άρθρα

    Σχετικά Άρθρα