Οι οικονομίες βγαίνουν σιγά- σιγά από την πρωτοφανή κρίση της πανδημίας και αναζητούν τα «εργαλεία» και στη φορολογία, προκειμένου να επουλώσουν πιο γρήγορα τις «πληγές», αλλά και να διορθώσουν τις στρεβλώσεις των προηγούμενων χρόνων.
Αποκαλυπτική είναι η συγκριτική έρευνα του Taxfoundation, που «πατάει» πάνω στα στοιχεία του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με τον Οργανισμό, οι φόροι στο εισόδημα μπορεί να προκαλέσουν μεγαλύτερη ζημιά απ’ ό,τι οι φόροι στην περιουσία και στην κατανάλωση, ωστόσο το μίγμα είναι καθοριστικής σημασίας.
Η Ελλάδα αναμφίβολα είναι ειδική περίπτωση. Παρά τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες, εξακολουθεί να εισπράττει το 33,2% των εσόδων από το πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 26,4%. Επιπλέον, πολύ υψηλότερη είναι η αναλογία των φόρων από την περιουσία, καθώς ανέρχεται στο 7,9% έναντι 5,6% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ. Όσο για τους φόρους κατανάλωσης, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί η «συνταγή» του ΟΟΣΑ για στροφή στην έμμεση φορολογία ως λιγότερο στρεβλωτική προς την οικονομική δραστηριότητα, καθώς πολύ απλά η Ελλάδα κάνει… πρωταθλητισμό.
ΦΠΑ και λοιποί έμμεσοι φόροι, όπως οι Ειδικοί Φόροι Κατανάλωσης, αντιστοιχούν στο 38,5% του συνόλου των εσόδων, δηλαδή σχεδόν 6,5 μονάδες πάνω από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Στην Ευρώπη, μόνο η Εσθονία, η Ουγγαρία και η Λετονία έχουν υψηλότερο ποσοστό εξάρτησης από τους φόρους κατανάλωσης.
Σημειωτέον ότι ο ΟΟΣΑ έχει επισημάνει πολλάκις ότι η αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ δεν συνεπάγεται και ανάλογη αύξηση των εσόδων, κάτι που στην περίπτωση της Ελλάδας αποδείχθηκε περίτρανα την περίοδο των Μνημονίων. Ο Οργανισμός θεωρεί πως αποτελεσματικότερη είναι διεύρυνση της βάσης, με κατάργηση εξαιρέσεων- απαλλαγών και την εφαρμογή ενός και μόνο συντελεστή. Το ελληνικό σύστημα ΦΠΑ εξακολουθεί να θεωρείται πολύπλοκο και ενοχοποιείται για την “τρύπα” των 5-6 δισ ευρώ ετησίως.