Δεν είθισται αλλά πλέον, όλα είναι πιθανά, έως και σε σημείο να γίνουν συνήθεια .
Ένας πρώην πρωθυπουργός να δέχεται να γίνει υπουργός μιας άλλης κυβέρνησης.
Ο Ντέιβιντ Κάμερον που αποχώρησε από την ενεργό δράση μετά από μια ιστορική ήττα, του δημοψηφίσματος του Brexit για 7 χρόνια συνεχόμενα δεν ήταν καν βουλευτής.
Από την άλλη Κάμερον και Σούνακ έχουν ασκήσει κριτική ο ένας στο άλλον με τον τελευταίο να λέει και μάλιστα πρόσφατα, για τον νυν υπουργό Εξωτερικών του, πως ήταν «μέρος ενός αποτυχημένου κατεστημένου».
Αυτό βέβαια πριν ακόμη τον διορίσει στη θέση του επικεφαλής της Βρετανικής διπλωματίας.
Όσο για τον Κάμερον… Λίγο αργότερα μπροστά στην κάμερα δήλωσε μεταξύ άλλων πως μπορεί να διαφωνεί «με ορισμένες επιμέρους αποφάσεις, αλλά η πολιτική είναι ομαδική δουλειά. Αποφάσισα να γίνω μέρος αυτής της ομάδας γιατί πιστεύω ότι ο Ρίσι Σούνακ είναι ένας καλός πρωθυπουργός που κάνει μια δύσκολη δουλειά, σε μία δύσκολη περίοδο και θέλω να τον στηρίξω.»
Μόλις πριν από ένα μήνα ο Ρίσι Σούνακ στο συνέδριο των Συντηρητικών είχε υποσχεθεί αλλαγές τόσο στο κόμμα όσο και στην κυβέρνηση του καθώς δημοσκοπικά οι Τόρις απέχουν πολύ από τους Εργατικούς, ενώ η θητεία της παρούσας κυβέρνησης ολοκληρώνεται στις 17 Δεκεμβρίου 2024.
Η διαφορά μεταξύ Συντηρητικών και Εργατικών σε όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις ξεπερνάει τις 20 μονάδες. Στην τελευταία της YouGov που πραγματοποιήθηκε στις 14 με 15 Νοεμβρίου, οι Εργατικοί έρχονται πρώτοι με 44% και οι Συντηρητικοί ακολουθούν με ποσοστό 21%. Σταθερά ενισχυμένο είναι το κόμμα των Φιλελεύθερων Δημοκρατών που το ποσοστό του φτάνει το 10%. Αξίζει να σημειωθεί ότι μια από τις βασικές δεσμεύσεις των Φιλελεύθερων δημοκρατών είναι η διεξαγωγή νέου δημοψηφίσματος για την επιστροφή της χώρας στην ΕΕ, αφού πρώτα, όπως επισημαίνει στο εκλογικό του μανιφέστο, ολοκληρωθεί μια διαδικασία τεσσάρων βημάτων.
Ο Σούνακ δηλαδή έχει περίπου 12 μήνες για να ανατρέψει τα προγνωστικά ή αν εν πάση περιπτώσει για να καταφέρει να χάσει με αξιοπρέπεια για να έχει μέλλον στην πολιτική ζωή της χώρας.
Οι περισσότεροι αναλυτές λοιπόν εκτιμούν ότι η επιστροφή – έκπληξη – όπως την χαρακτηρίζουν του Ντέιβιντ Κάμερον είναι μια προσπάθεια του Ρίσι Σούνακ να στρέψει την κυβέρνηση του προς το κέντρο, απομακρύνοντας την από τη δεξιά ρητορική, που μόνο καλό δεν του έχει κάνει.
‘Αλλωστε ακόμη και οι εχθροί του Κάμερον αναγνωρίζουν δύο βασικά του χαρίσματα: το επικοινωνιακό του χάρισμα και την αυτοπεποίθηση του. Οπότε, θεωρητικά τουλάχιστον, εξαιτίας της πάντα μετριοπαθούς του προσέγγισης, θα είναι σχετικά πιο εύκολο να προσελκύσει κεντρώους ψηφοφόρους που έχουν απομακρυνθεί από το Συντηρητικό κόμμα.
Επιπλέον, ο Ντέιβιντ Κάμερον ως πρώην πρωθυπουργός της χώρας έχει διεθνή εμπειρία και επαφές με πολιτικούς και διπλωμάτες σε όλο τον κόσμο, όσοι ελάχιστοι Βρετανοί. Αυτή του η εμπειρία μπορεί να βοηθήσει την κυβέρνηση Σούνακ και σε άλλα ζητήματα πέρα από τους πολέμους σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή. Όπως π.χ. η διμερής σχέση Ηνωμένου Βασιλείου – Κίνας, η οποία τα τελευταία χρόνια δεν βρίσκεται στο καλύτερο δυνατό σημείο. Ο Κάμερον όσο ήταν πρωθυπουργός, είχε αναπτύξει έναν πολύ καλό δίαυλο επικοινωνίας και συνεννόησης με το Πεκίνο. Μια σχέση που διατηρεί μέχρι και σήμερα.
Όπως και να έχει πάντως, κανείς δεν ξεχνά πως ο Ντέιβιντ Κάμερον ήταν ο πρωθυπουργός που προκάλεσε το δημοψήφισμα του Brexit το καλοκαίρι του 2016 σε μια προσπάθεια εκτός των άλλων, να σταματήσει την ραγδαία άνοδο του κόμματος UKIP του Νάιτζελ Φάρταζ που την εποχή εκείνη κάλπαζε αν και εξαιτίας του εκλογικού συστήματος της Βρετανίας, δεν είχε καταφέρει να εκλέξει ούτε έναν βουλευτή.
Ο Κάμερον ήταν θερμός υποστηρικτής της παραμονής της χώρας στην ΕΕ αλλά όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, έκανε σοβαρά λάθη κατά τη διάρκεια της καμπάνιας του.
Αψήφησε τη δυναμική αυτών που υποστήριζαν τo Brexit και έτσι ενώ οι δημοσκοπήσεις αρχικά έδειχναν άνετη επικράτηση της «παραμονής» τελικά η κάλπη έβγαλε «αποχώρηση». Γι αυτό και ο Κάμερον αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να απομακρυνθεί από την πολιτικά δρώμενα του Ηνωμένου Βασιλείου.
Τώρα για το αν οι Εγγλέζοι μετάνιωσαν για την απόφασή τους αυτό θα φανεί από τις εξελίξεις . Σύμφωνα πάντως με τα ποσοστά από αρκετές δημοσκοπήσεις η πιθανότητα επιστροφής της στην ΕΕ δεν απέχει μακρυά.