Το υπουργείο Πολιτισμού εξετάζει τις δυνατότητες αποκατάστασης του Βρετανικού Νοσοκομείου στο Παλαιό Φρούριο της Κέρκυρας, με στόχο τη φιλοξενία πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Η έρευνα πραγματοποιείται στο πλαίσιο ενός ερευνητικού προγράμματος σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Το κτίριο, αν και βρίσκεται μέσα σε ένα σημαντικό μνημείο, παραμένει εγκαταλελειμμένο εδώ και πολλές δεκαετίες.
Το ερευνητικό πρόγραμμα αποτελείται από δύο φάσεις. Στην πρώτη, θα αναγνωριστεί και θα τεκμηριωθεί το μνημείο όσον αφορά την αρχιτεκτονική και την κατασκευή του, τον φέροντα οργανισμό και τις παθολογίες του. Θα γίνει επίσης στρατηγική διερεύνηση για την ένταξη πολιτιστικών χρήσεων και θα διατυπωθούν εναλλακτικές αρχιτεκτονικές κατευθύνσεις για την αποκατάσταση και ανάδειξη του κτιρίου και του περιβάλλοντός του. Παράλληλα, θα καθοριστούν άμεσα μέτρα προστασίας. Στη δεύτερη φάση, θα σχεδιαστούν οι προτεινόμενες πολιτιστικές χρήσεις του Βρετανικού Νοσοκομείου και του γύρω χώρου, καθώς και στρατηγικές διαχείρισης των χρήσεων σε σχέση με το ευρύτερο περιβάλλον του φρουρίου.
Το Βρετανικό Νοσοκομείο κατασκευάστηκε κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας για την περίθαλψη του αγγλικού στρατού. Το κτίριο σχεδιάστηκε συμμετρικά με καινοτόμες κατασκευαστικές τεχνολογίες για την εποχή του, με χαρακτηριστικά τη λιτότητα και την αυστηρότητα. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χρησιμοποιήθηκε από τους Άγγλους και τους συμμάχους τους για την περίθαλψη και μεταφορά τραυματιών. Το 1940, η διοίκηση του νοσοκομείου πέρασε στον ελληνικό στρατό, αλλά το 1941, με την παράδοση του νησιού στους Ιταλούς, λειτουργούσε ως στρατιωτικό νοσοκομείο και στρατηγείο των κατοχικών δυνάμεων. Η πίσω αυλή του χρησιμοποιήθηκε για εκτελέσεις, ενώ σε ιταλικά αρχεία της εποχής αναφέρεται ότι κάποια δωμάτια χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι βασανιστηρίων για υπόπτους και μέλη αντιστασιακών οργανώσεων. Το νοσοκομείο καταστράφηκε από βομβαρδισμούς στις 14 Σεπτεμβρίου 1943, και αργότερα ανακαινίστηκε από τον ελληνικό στρατό για να επαναλειτουργήσει ως στρατιωτικό νοσοκομείο. Τελικά, εγκαταστάθηκαν υπηρεσίες του στρατού και, τα επόμενα χρόνια, λειτούργησε διαδοχικά ως σχολή έφεδρων αξιωματικών, κέντρο εκπαίδευσης νεοσύλλεκτων και διοικητικό κτίριο, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε και εγκαταλείφθηκε. Σήμερα, το κτίριο ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού, το οποίο το αναγνώρισε ως νεότερο μνημείο το 2020.