Οι αμερικανικές ανάγκες προέχουν του ουκρανικού και αυτό αποδεικνύεται στην πράξη.
Παρά τις συντονισμένες προσπάθειες των περισσότερων δυτικών κρατών να επιβάλουν οικονομικούς περιορισμούς στη Ρωσία, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να αγοράζουν το ένα τρίτο του εμπλουτισμένου ουρανίου τους από θυγατρικές εταιρείες της κρατικής υπηρεσίας πυρηνικής ενέργειας Rosatom, η οποία συνδέεται άμεσα με τον ρωσικό στρατό.
Πρόκειται για μία από τις σημαντικότερες ροές αμερικανικών κεφαλαίων προς τη Ρωσία, που πέρυσι άγγιξε περίπου το ένα δισεκατομμύριο δολάρια.
Όπως γράφουν οι New York Times, ατυχώς οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν για την ώρα εταιρείες που να μπορούν να αναλάβουν οι ίδιες την περίπλοκη διαδικασία και η ανάπτυξή τους θα κόστιζε στο αμερικανικό κράτος τεράστια ποσά, ενώ παράλληλα θα χρειάζονταν πάνω από μία δεκαετία για να αγγίξουν τα επίπεδα παραγωγής της Rosatom.
Από την άλλη, και παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος βρίσκεται στον δεύτερο χρόνο του, δεν φαίνεται να γίνονται σημαντικά βήματα προς την τόνωση της εγχώριας βιομηχανίας εμπλουτισμού. Οι Ρώσοι, έχοντας αναπτύξει την απαιτούμενη τεχνολογία, είναι πλέον οι φθηνότεροι προμηθευτές στην παγκόσμια αγορά, εξοπλίζοντας τουλάχιστον άλλα δέκα κράτη, συμπεριλαμβανομένου του Ιράν.
Να σημειωθεί ότι εκτός από τη βιομηχανικής κλίμακας παραγωγή εμπλουτισμένου ουρανίου, η υπηρεσία πυρηνικής ενέργειας της Ρωσίας είναι πια υπεύθυνη και για τη διαχείριση του πυρηνικού εργοστασίου της Ζαπορίζια στην ανατολική Ουκρανία.
Η περιοχή, μαζί με το μεγαλύτερο πυρηνικό εργοστάσιο της Ευρώπης, κατελήφθη και ελέγχεται από τη Ρωσία σχεδόν από την αρχή του πολέμου, ενώ οι μάχες γύρω του ανησυχούν κάθε τρεις και λίγο τη διεθνή κοινότητα.
«Είναι ανεξήγητο ότι εδώ και πάνω από ένα χρόνο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν φαίνεται να έχει σχέδιο για να τερματίσει αυτή την εξάρτηση», δηλώνει ο Τζέιμς Κρέλενσταϊν, διευθυντής της GHS Climate, μιας εταιρείας συμβούλων καθαρής ενέργειας που εξέδωσε πρόσφατα μια λευκή βίβλο για το θέμα.