Τη Δευτέρα, ο Ερντογάν πήγε να δει τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν στο θέρετρο Σότσι της Μαύρης Θάλασσας, με μεγάλο μέρος της κυβέρνησής του να τον συνοδεύει.
Οι δύο άνδρες προώθησαν ένα ξεχωριστό και βαθιά κυνικό σχέδιο για να σώσουν την εικόνα του Πούτιν στον Παγκόσμιο Νότο, βάσει του οποίου το Κατάρ θα αγοράσει 1 εκατομμύριο τόνους ρωσικών σιτηρών για επεξεργασία στην Τουρκία και διανομή σε επιλεγμένα αφρικανικά κράτη.
Η επίσκεψη του Ερντογάν στο Σότσι δεν αφορούσε μόνο τα σιτηρά. Ήταν μια προσπάθεια ελέγχου ζημιών επειδή, αφού χρησιμοποίησε τον Πούτιν για να τον βοηθήσει να επανεκλεγεί νωρίτερα μέσα στο έτος, ο Τούρκος ηγέτης άρχισε ξανά να τα πηγαίνει καλά με τους εχθρούς του Κρεμλίνου ΗΠΑ και Ευρώπη.
Μέχρι να κερδίσει τις εκλογές στις 28 Μαΐου, ο Ερντογάν είχε χρησιμοποιήσει το βέτο της Τουρκίας ως μέλους του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (NATO) προκειμένου να εμποδίσει τη Σουηδία να ενταχθεί στο μπλοκ, κατηγορώντας την ότι φιλοξενεί Κούρδους “τρομοκράτες”.
Αυτό δύσκολα θα μπορούσε να ήταν πιο ευπρόσδεκτο από το Κρεμλίνο ή πιο εκνευριστικό για τους συμμάχους της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ. Εν μέσω ενός μπαράζ αντιδυτικής ρητορικής, ο Ερντογάν κατηγορούσε τους πολιτικούς του αντιπάλους ότι λαμβάνουν εντολές από την Ουάσιγκτον.
Με τις εκλογές πίσω του, ωστόσο, ο Ερντογάν στράφηκε εμφατικά προς τη Δύση, όχι μόνο δίνοντας πράσινο φως στην προσπάθεια της Σουηδίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, αλλά και αφήνοντας να εννοηθεί ότι θα έκανε το ίδιο για την Ουκρανία, κάτι που μοιάζει με το να δείχνει κανείς ένα κόκκινο πανί σε έναν (Ρώσο) ταύρο. Έχοντας σκοτώσει τη συμφωνία για τα σιτηρά τον Ιούλιο, η Ρωσία έκανε ορατή στη συνέχεια τη δυσαρέσκειά της, στέλνοντας στρατεύματά της να επιβιβαστούν σε τουρκικό φορτηγό πλοίο και μεταδίδοντας πλάνα των μελών του πληρώματος καθώς αναγκάζονταν να γονατίσουν υπό την απειλή όπλων.
Δεν θα ήταν σωστό φυσικά να κατανοήσει κανείς οτιδήποτε από αυτά ως μια πλήρη στροφή του Ερντογάν προς τη Δύση. Στόχος του είναι να καθιερώσει την Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη σε έναν αναδυόμενο πολυπολικό κόσμο, ικανή να κάθεται στο ίδιο τραπέζι και να παραβγαίνει σε διάφορα πεδία με τις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Κίνα, την Ινδία και τη Ρωσία, μεταξύ άλλων. Αυτό σημαίνει προσπάθεια να παίξει πολύ υψηλότερα από εκεί που του επιτρέπει το ειδικό βάρος της Τουρκίας και να στρέψει ισχυρότερες δυνάμεις τη μία εναντίον της άλλης.
Σε γενικές γραμμές, ο Ερντογάν το κατάφερε, αν και με τεράστιο κόστος για τη δημοκρατία στην Τουρκία.
Μέχρι τον Δεκέμβριο, η αξία της τουρκικής λίρας είχε μειωθεί περισσότερο από το μισό και ο πληθωρισμός έτρεχε στο 65%, επειδή ο Ερντογάν επέμενε να μειώνει τα επιτόκια της κεντρικής τράπεζας την ώρα που αντιμετώπιζε αύξηση των τιμών. Καθώς οι ξένοι πιστωτές τρέπονταν σε φυγή, ο πρόεδρος της Τουρκίας βασιζόταν σε επικοινωνιακά παιχνίδια και σε δάνεια από πλούσιες χώρες του Κόλπου για να καλύψει την τρύπα. Δεν ήταν αρκετό.
Το ίδιο ισχύει και για τα κιτ αναβάθμισης F-16 και τα ίδια τα αεροσκάφη τα οποία χρειάζεται η Τουρκία για να ενισχύσει τη γηρασμένη αεροπορία της, μέχρι να κατασκευάσει μόνη της μαχητικά αεροσκάφη τελευταίας τεχνολογίας. Και όσο και αν μουτρώνει ο Ερντογάν στο ΝΑΤΟ, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει αποδείξει την αξία της Συμμαχίας για την τουρκική ασφάλεια, όπως ακριβώς η γεωγραφία και ο έλεγχος της Τουρκίας στην πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα έχουν υπογραμμίσει τη σημασία της για τη συμμαχία.
Ωστόσο, εάν η Τουρκία χρειάζεται από τη μία πλευρά το ΝΑΤΟ, τα αμερικανικά F-16, τις ευρωπαϊκές αγορές και έναν τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία που δε θα μετατρέπει τη Μαύρη Θάλασσα σε ρωσική λίμνη, ο Ερντογάν χρειάζεται ταυτόχρονα και το εμπόριο με τη Ρωσία (αυξημένο πάνω από 80% πέρυσι, καθώς η Τουρκία απείχε από την ένταξη στις δυτικές κυρώσεις), το φθηνό ρωσικό αέριο, τον ρωσικό τουρισμό (αύξηση σχεδόν 150% φέτος), καθώς και τον ίδιο τον Πούτιν, ισχυρό άνδρα και “μαχητή” ενάντια στην κυριαρχία των ΗΠΑ και τις ευρωπαϊκές φιλελεύθερες αξίες.