Η απόφαση της Fitch Ratings να υποβαθμίσει το αξιόχρεο των ΗΠΑ ακολουθήθηκε από πολλές αντιδράσεις, πρωτίστως της υπουργού Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν, η οποία χαρακτήρισε την απόφαση αυθαίρετη και παρωχημένη. Ενδεχομένως όμως η αντίδραση αυτή να σημαίνει περισσότερα πράγματα από την ίδια την ανακοίνωση του οίκου.
Οι επενδυτές και οι αναλυτές έχουν στα χέρια τους όλα τα στοιχεία που χρειάζονται προκειμένου να κρίνουν οι ίδιοι τους τυχόν κινδύνους που σχετίζονται με τα αμερικανικά ομόλογα, που είναι τα πλέον διαπραγματεύσιμα παγκοσμίως.
Κανείς, πόσο δε μάλλον η Fitch, δεν πιστεύει ότι οι ΗΠΑ ενδεχομένως να βρεθούν στο σημείο που θα αναγκαστούν να αποποιηθούν τις υποχρεώσεις τους. Οι κακές προοπτικές προμηνύουν έναν συνδυασμό υψηλότερων επιτοκίων, αυξημένων φόρων και χαμηλότερων κρατικών δαπανών – αλλά αυτό το “μείγμα” από μόνο του δεν σημαίνει ότι οι ΗΠΑ οδεύουν προς την αφερεγγυότητα.
Η Τζάνετ Γέλεν φαίνεται να θεωρεί την πρόσφατη συμφωνία στο Κογκρέσο για το ανώτατο όριο του χρέους, που ήρε την επικείμενη απειλή της αυτοπροκαλούμενης χρεοκοπίας, ως επαρκή διαβεβαίωση για τη φερεγγυότητα των ΗΠΑ. Αλλά αυτό είναι παράλογο.
Η συμφωνία επιδείνωσε σημαντικά τις μακροπρόθεσμες δημοσιονομικές προοπτικές της χώρας βγάζοντας από την εξίσωση την ουσιαστική μεταρρύθμιση κοινωνικών δικαιωμάτων (κυρίως της κοινωνικής ασφάλισης και της υγειονομικής περίθαλψης). Χωρίς να λαμβάνει καμία πρόνοια για τη βελτίωση του κρατικού προϋπολογισμού.
Η αντιμετώπιση της συγκεκριμένης πρόκλησης απαιτεί ουσιαστική διακομματική συνεργασία. Αυτήν τη στιγμή είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως κάτι τέτοιο είναι εφικτό – και το πρόβλημα θα μπορούσε να επιδεινωθεί πριν επιτευχθεί κάποια βελτίωση.
Εν ολίγοις, η Fitch έχει δίκιο. Η ευρεία απροθυμία αποδοχής του προβλήματος απλώς επιβεβαιώνει το σκεπτικό του οίκου.