Στο 19,51% έφθασε το μερίδιο σε αξία των εισαγωγών ελληνικών σπαραγγιών στη Γερμανία σε σχέση με τις συνολικές γερμανικές εισαγωγές του πολύ δημοφιλούς λαχανικού στη χώρα. Σύμφωνα με στοιχεία της γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας, το ελληνικό ποσοστό βαίνει μειούμενο την τελευταία τετραετία: Για το 2022, η Γερμανία εισήγαγε συνολικά 19.572 τόνους σπαραγγιών, το 17% εκ των οποίων από τρίτες χώρες, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, με συνολική αξία εξαγωγών 88,17 εκατ. ευρώ.
Ανάμεσα σε Ευρωπαίους εταίρους, η μεγαλύτερη προμηθεύτρια χώρα ήταν η Ισπανία με τζίρο 29,99 εκατ. ευρώ (ποσοστό 34% επί της αξίας), τη στιγμή που η Ελλάδα συμπλήρωνε αξία εξαγωγών 17,2 εκατ. ευρώ. Η πιο υψηλή επίδοση της Ελλάδας στην εξαγωγή σπαραγγιών προς Γερμανία για την τρέχουσα δεκαετία σημειώθηκε το 2021, με αξία 24,7 εκατ. ευρώ, σε μια, ούτως ή άλλως, πολύ καλή χρονιά για τα εισαγόμενα σπαράγγια στη Γερμανία, όπου ο συνολικός όγκος εισαγωγών έφτασε τους 27.428 τόνους και αντίστοιχα, η αξία εισαγωγών ξεπέρασε τα 128,7 εκατ. ευρώ.
Η Ελλάδα εξήγαγε στη Γερμανία 4.670 τόνους κατά την περσινή χρονιά (2022), δηλαδή ποσοστό 23,86% επί του συνολικού όγκου έναντι 34,56% της πρωτοπόρου -και εδώ- Ισπανίας. Το 2021 είχε εξάγει προς Γερμανία περισσότερους από 6.480 τόνους σπαραγγιών, ποσοστό 23,63% από ένα μεγαλύτερο σύνολο εμπορεύματος κατ’ απόλυτη τιμή όμως.
Οι Έλληνες παραγωγοί δύναται να επιτύχουν υψηλές τιμές πώλησης κατά την αρχή της περιόδου κατανάλωσης (Μάρτιος έως Ιούνιος) λόγω της πρωιμότητας της ελληνικής παραγωγής, η οποία ήταν όμως περιορισμένη σε όγκο πέρσι και γι’ αυτό υποχώρησε κάτω από το 20% σε μερίδιο αξίας, κάτι που αναμένεται να συμβεί πάντως και το 2023.
Η εποχικότητα του προϊόντος και η μείωση ντόπιων εργατών γης και παραγωγών
Η γερμανική αγορά σπαραγγιών τροφοδοτείται τους χειμερινούς μήνες από το Περού, το οποίο έχει εθνικό μερίδιο αγοράς γύρω στο 4,5% κατά μέσο όρο στην πενταετία. Τα τελευταία χρόνια, έχουν αυξηθεί και οι καλλιεργούμενες εκτάσεις στη Γερμανία, από 18.610 εκτάρια το 2017, σε 23.408 εκτάρια το 2018 και 21.200 εκτάρια το 2022. Ωστόσο, μείωση καταγράφεται από το 2018 στην καλλιεργούμενη έκταση και σε όγκο παραγωγής: Μεταξύ άλλων, αποδίδεται στη δυσκολία εύρεσης εποχικών εργατών γης στη Γερμανία, φαινόμενο το οποίο εντάθηκε ακαριαία κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού.
Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις αύξησαν κατά πολύ το κόστος παραγωγής. Άλλωστε, παρατηρείται σταδιακή μείωση του αριθμού των παραγωγών, από 3.578 επιχειρήσεις το 2004 σε 1.574 το 2021, με ταυτόχρονα έντονο το φαινόμενο συγκέντρωσης επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα, αλλά και καλλιεργήσιμου κλήρου