Η Ελβετία αποτελεί σημαντικό παράγοντα για το εμπόριο πρώτων υλών, ενώ παράλληλα διατηρεί παραδοσιακά συναλλαγές με τη Ρωσία.
Ύστερα από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο δυτικός κόσμος επιθυμεί να περιορίσει στο έπακρο τις οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία. Η Μόσχα από την πλευρά της συνεχίζει να δραστηριοποιείται σε όλον τον κόσμο, αλλά και σε ένα άκρως σημαντικό οικονομικό κέντρο αυτού, την Ελβετία. Αυτό όμως επιφέρει ένα διττό πρόβλημα για την Ελβετία, τόσο στις τράπεζες, όσο και στο εμπόριο πρώτων υλών.
Πρόσφατα Αμερικανοί γερουσιαστές κατηγόρησαν τις ελβετικές τράπεζες, πως βοηθούν τη Ρωσία στην παράκαμψη των δυτικών κυρώσεων. Αναφορικά με το εμπόριο πρώτων υλών, ο Ελβετός συνταξιούχος καθηγητής νομικής και πρόεδρος της Ομάδας Εργασίας του ΟΟΣΑ για την καταπολέμηση της διαφθοράς επί σχεδόν 25 χρόνια, Μαρκ Πιέτ δήλωσε ότι υποθέτει πως «άνθρωποι στην Ελβετία βοηθούν τον πρόεδρο Πούτιν και τους φίλους του να παρακάμψουν τις κυρώσεις», ενώ πρόσθεσε πως το πρόβλημα έγκειται στο ότι «ο τομέας των πρώτων υλών είναι εντελώς ανεξέλεγκτος».
Από τους σημαντικότερους κόμβους
Η Ελβετία είναι από τους σημαντικότερους κόμβους παγκοσμίως για το εμπόριο πρώτων υλών. Από τις περίπου 900 εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα, πολλές έχουν την έδρα τους στην Ελβετία. Από τον Φεβρουάριο του 2022 οι επιχειρήσεις με τη Ρωσία έχουν περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό. Παρ’ όλα αυτά αρκετοί εξακολουθούν να εμπορεύονται διυλισμένα ρωσικά πετρελαιοειδή και όλα αυτά χωρίς να παραβιάζουν τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας, όπως τονίζουν. Πριν από τον πόλεμο το 80% του ρωσικού εμπορίου πρώτων υλών περνούσε από τη Γενεύη, το Τσουγκ, το Λουγκάνο και τη Ζυρίχη. Σχετικά με το πετρέλαιο, το αντίστοιχο ποσοστό βρισκόταν μεταξύ 50 και 60%.
Παράλληλα, η Ελβετία είναι ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα στον κόσμο για το αργό πετρέλαιο, τα μέταλλα, τα ορυκτά και τα γεωργικά προϊόντα. Είναι ο παγκόσμιος ηγέτης στο εμπόριο ζάχαρης, βαμβακιού, ελαιούχων σπόρων και σιτηρών, αλλά και στο εμπόριο χαλκού, κοβαλτίου, νικελίου, ψευδαργύρου, σιδηρομεταλλεύματος, φυσικού αερίου και άλλων. Αυτό συμβαίνει καθώς στην Ελβετία η υποδομή είναι ιδιαιτέρως ευνοϊκή, αφού υπάρχουν τράπεζες που ειδικεύονται στη χρηματοδότηση του εμπορίου πρώτων υλών, εταιρείες επιθεώρησης πρώτων υλών, ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες.
Για παράδειγμα η Fractal ιδρύθηκε στη Γενεύη τον Φεβρουάριο του 2022. Αγόρασε άμεσα έναν μεγάλο στόλο παλαιών πετρελαιοφόρων και σήμερα είναι πιθανώς ένας από τους μεγαλύτερους μεταφορείς ρωσικού αργού πετρελαίου, το οποίο μεταφέρει από ρωσικά λιμάνια στη Μαύρη Θάλασσα, τη Βαλτική ή τον Ειρηνικό. Παρά τις όποιες κυρώσεις, οι δυτικές χώρες επιτρέπουν τις μεταφορές αυτές, εφ’ όσον οι εταιρείες τηρούν τη μέγιστη τιμή των 60 δολαρίων ανά βαρέλι για το ρωσικό πετρέλαιο.
Κριτική στην ελβετική κυβέρνηση
Όλα αυτά έχουν φέρει αρκετές αντιδράσεις στο εσωτερικό της Ελβετίας. Οι Ελβετοί Πράσινοι ζήτησαν – χωρίς επιτυχία – τη δημιουργία μιας εποπτικής αρχής για το εμπόριο πρώτων υλών. Μέχρι σήμερα δεν έχουν ληφθεί μέτρα κατά του ξεπλύματος χρήματος και δεν υπάρχει διαφάνεια σχετικά με το είδος των χρημάτων που διοχετεύονται.
Επίσης, σε πρόσφατη ακρόαση στο αμερικανικό Κογκρέσο ο ιδρυτής του Προγράμματος κατά της Διαφθοράς (OCCRP), Ντριου Σάλιβαν, χαρακτήρισε την Ελβετία ως «πάροχο υπηρεσιών σε εγκληματίες», ενώ τόνισε πως «αυτό το σύστημα εξακολουθεί να ισχύει και επιτρέπει στη Ρωσία να παρακάμπτει τις κυρώσεις».
Από την πλευρά του ο πρώην επενδυτής στη Ρωσία, Μπιλ Μπράουντερ, δήλωσε ότι «η ελβετική κυβέρνηση θέλει να δώσει την εντύπωση ότι προσπαθεί να κάνει κάτι, αλλά στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα, επειδή τόσα πολλά έσοδα προέρχονται από το ρωσικό μαύρο χρήμα».