H Επιτροπή Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Αγροτικών Υποθέσεων του Βρετανικού κοινοβουλίου, κάλεσε εκπροσώπους κολοσσών τροφίμων να «απολογηθούν» για τις υψηλές τιμές των προϊόντων τους και για την επίδραση του πληθωρισμού στο κόστος των προμηθευτών και παρασκευαστών.
Οι μεγάλες εταιρείες σε μία γεμάτη ένταση συνεδρίαση, αρνήθηκαν τη μείωση της ποσότητας εντός των συσκευασιών χωρίς να αλλάξει η τιμή, προκαλώντας την έντονη αντίδραση του βουλευτή των εργατικών Μπάρι Γκάρντινερ.
Κοροϊδία δίχως προηγούμενο…
Σύμφωνα με το Skynews, οι εκπρόσωποι των εταιρειών αρνήθηκαν τη συρρίκνωση της ποσότητα “επειδή υπάρχει διαφάνεια και οι καταναλωτές το γνωρίζουν”. Στέλεχος της Kraft Heinz είπε στους βουλευτές ότι η μείωση του ποσοστού των φασολιών σε μια κονσέρβα, χωρίς να μειωθεί η τιμή, δεν συνιστά shrinkflation, αφού έγινε για να βελτιωθεί η γεύση και η ποιότητα του προϊόντος!
Απαντώντας ο Μπάρι Γκάρντινερ σύμφωνα με τη Mirror, είπε πως «τα κέρδη της Kraft Heinz έχουν αυξηθεί από 265 εκατομμύρια £ σε 1,8 δισεκατομμύρια £ ή κατά 6,79 φορές», προσθέτοντας: «Πώς το δικαιολογείτε αυτό στην οικογένεια που αγωνίζεται;». Και όταν ο βουλευτής τον πίεσε να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις o εκπρόσωπος της εταιρείας απάντησε «Κατά τα έτη 2021 έως 2023, έχουμε δει μια αύξηση 16% στο κόστος των φασόλια, έχουμε δει αύξηση 101% στο κόστος των ντομάτας μας, το οποίο είναι βασικό συστατικό τόσο στα φασόλια όσο και στο κέτσαπ της ντομάτας μας. Και έχουμε δει περίπου 50% αύξηση στο κόστος του λευκοσιδήρου που χρησιμοποιούμε για την κατασκευή των κονσερβών μας.».
Όσον αφορά τη μείωση της ποσότητας στην μαγιονέζα Hellmans από 800 σε 600 γραμμάρια χωρίς να αλλάξει η τιμή, ο εκπρόσωπος της Unilever είπε ότι αυτό έγινε γιατί αυξήθηκε το κόστος του βασικού συστατικού. Ο Γκάντινερ είπε στον εκπρόσωπο της Unilever “«Έχετε κάνει εξαιρετικά αυξημένα κέρδη, σε ένα χρόνο και το άλμα ήταν από 5,1 δισεκατομμύρια £ σε 6,5 δισεκατομμύρια £».”
Και οι περισσότερο… «τίμιοι» στις απαντήσεις
Ο κατασκευαστής του βούτυρου Lurpac, Arla, είπε ότι η αφαίρεση των συσκευασιών των 500 γραμμαρίων και η αντικατάστασή τους από συσκευασίες των 400gr συνοδεύτηκε από μείωση της τιμής προκειμένου να μετατραπεί σε ένα “μικρότερο και φθηνότερο προϊόν”.