Η εισαγωγή νέων σκευασμάτων με υψηλότερες τιμές, αλλά και οι αυξημένες ανάγκες περίθαλψης, οδήγησαν σε μία συνολική επιβάρυνση για τα Ελληνικά νοικοκυριά για φάρμακα στα 1.812 εκατ. ευρώ το 2023 έναντι 1.705 εκατ. ευρώ το 2022 ήτοι αύξηση 6,3%.
Η αυξημένη αυτή επιβάρυνση προκύπτει από τις δαπάνες που κάλυψαν οι πολίτες για διάφορες κατηγορίες φαρμάκων. Ειδικότερα όπως επισημαίνεται στη μελέτη του ΙΟΒΕ «Η Φαρμακευτική Αγορά στην Ελλάδα: Γεγονότα και Στοιχεία 2023» η οποία εκπονήθηκε σε συνεργασία με το Σύνδεσμο Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας ΣΦΕΕ, η ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη περιλαμβάνει τα ποσοστά συμμετοχής των ασφαλισμένων για τα αποζημιούμενα φάρμακα (θεσμοθετημένη συμμετοχή & την επιπρόσθετη επιβάρυνση που προκύπτει όταν ο ασθενής επιλέγει φάρμακο με υψηλότερη Λιανική Τιμή σε σχέση με τη Τιμή Αποζημίωσης), τις ιδιωτικές δαπάνες των καταναλωτών (ασθενών) για τα μη καλυπτόμενα από τα ασφαλιστικά ταμεία φαρμακευτικά σκευάσματα και συναφή είδη αλλά και για όσα φάρμακα πληρώνουν ή επιλέγουν να πληρώσουν εξ’ ολοκλήρου, καθώς και την αποζημίωση μέρους της δαπάνης από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Η συμμετοχή των ασθενών στα αποζημιούμενα φάρμακα διακρίνεται στη:
- Θεσμοθετημένη Συμμετοχή: 0% ή 10% ή 25% επί της τιμής αποζημίωσης. Εδώ οι πολίτες το 2023 κατέβαλαν 434 εκατ. ευρώ έναντι 413 εκατ. ευρώ το 2022 (αύξηση 5%)
- Επιβάρυνση που προκύπτει από τη διαφορά Λιανικής Τιμής και Τιμής Αποζημίωσης όταν ο ασθενής επιλέγει φάρμακο με Λιανική Τιμή Υψηλότερη της Τιμής Αποζημίωσης. Κόστος για τους πολίτες στα 300 εκατ. ευρώ από 276 εκατ. ευρώ (αύξηση κατά 8,7%)
Οι λοιπές ιδιωτικές πληρωμές για φάρμακο αφορούν:
- είτε σε φάρμακα μη συνταγογραφούμενα (ΜΗ.ΣΥ.ΦΑ.). Κόστος για τους πολίτες στα 391 εκατ. ευρώ από 349 εκατ. ευρώ (σημαντική αύξηση κατά 12%)
- είτε σε συνταγογραφούμενα που δεν αποζημιώνονται (Αρνητική Λίστα). Κόστος 130 εκατ. ευρώ από 127 εκατ. ευρώ
- είτε σε συνταγογραφούμενα φάρμακα που όμως ο ασθενής επέλεξε να μην κάνει χρήση του ασφαλιστικού του δικαιώματος και επέλεξε να τα πληρώσει εξ’ ολοκλήρου από την τσέπη του. Κόστος για τους ασφαλισμένους στα 557 εκατ. ευρώ από 540 εκατ. ευρώ (αύξηση 3,1%)
Όπως προκύπτει από την τελευταία έκθεση ΙΟΒΕ-ΣΦΕΕ, η συμμετοχή τόσο της φαρμακοβιομηχανίας όσο και των ασθενών στη φαρμακευτική δαπάνη το 2023 ανήλθε στο 60% του συνόλου της δαπάνης από 57% το 2022. Η φαρμακευτική δαπάνη για τα αποζημιούμενα φάρμακα (εξωνοσοκομειακή και νοσοκομειακή) ανήλθε το 2022 σε 6,2 δισ. ευρώ και οι εκτιμήσεις για το 2023 δείχνουν πως θα κυμανθεί ακόμη πιο ψηλά (7,1 δισ. ευρώ). Η συμμετοχή της φαρμακοβιομηχανίας είναι στο 50% όπως είπαμε, δηλαδή αυξήθηκε από 2,9 δισ. ευρώ το 2022 σε 3,5 δισ. ευρώ το 2023. Σύμφωνα με όσα ανέφεραν οι εκπρόσωποι του ΣΦΕΕ, τα τελευταία δύο χρόνια η συμμετοχή του κλάδου στη φαρμακευτική δαπάνη ξεπερνά εκείνη του Δημοσίου.
Ανήσυχοι οι χρόνιοι ασθενείς
Η αυξήσεις στη συμμετοχή των ασθενών προβληματίζει ιδιαίτερα τους πολίτες και ιδιαίτερα του συμπολίτες μας που πάσχουν από ένα χρόνιο νόσημα. Γενικότερα η Ένωση Ελλήνων Ασθενών με ανακοίνωσή της επισημαίνει ότι είναι αναγκαία η επανεξέταση της πολιτικής για τη συμμετοχή των ασθενών στο κόστος των φαρμάκων.
Η ένωση κάνει λόγο για σημαντικές αυξήσεις στις τιμές όχι μόνο των φθηνών φαρμάκων αλλά και πολύ πιο ακριβών με συνέπεια την επιβάρυνση των ασθενών που κάνουν χρήση των σκευασμάτων αυτών, μετά και την τελευταία ανατιμολόγηση.
Όπως αναφέρεται, η Ένωση Ασθενών Ελλάδας έχει τονίσει επανειλημμένα ότι απαιτούνται διαρθρωτικά μέτρα στο φάρμακο προς την κατεύθυνση μιας εθνικής στρατηγικής, αλλά τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο τους ασθενείς, καθώς σε κάθε παρέμβαση που αφορά τη φαρμακευτική δαπάνη θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι το ποσό που δαπανούν από την τσέπη τους οι Έλληνες ασθενείς για φάρμακα είναι από τα μεγαλύτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ ταυτόχρονα το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 65 ετών με πολλαπλές χρόνιες παθήσεις αγγίζει το 40%.
Αυτό σημαίνει ότι ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού έχει αυξημένες ανάγκες σε φάρμακα λόγω συννοσηροτήτων, και παράλληλα περιορισμένα εισοδήματα (χαμηλές συντάξεις κτλ.) και δυσκολεύεται περισσότερο να ανταποκριθεί στα έξοδα της αγοράς ή της συμμετοχής στα φάρμακα.