Οι τιμές του πετρελαίου σημειώνουν άνοδο σήμερα, 9 Δεκεμβρίου 2024, καθώς η ανατροπή του προέδρου της Συρίας, Μπασάρ αλ Άσαντ, ενέτεινε την αβεβαιότητα στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, τα κέρδη περιορίζονται από τις μειωμένες προσδοκίες για τη ζήτηση πετρελαίου το επόμενο έτος.
Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης για το πετρέλαιο Brent αυξήθηκαν κατά 36 σεντς (0,51%), φτάνοντας τα 71,48 δολάρια ανά βαρέλι, ενώ τα αντίστοιχα του αμερικανικού αργού ενισχύθηκαν κατά 38 σεντς (0,57%), στα 67,58 δολάρια ανά βαρέλι.
Χθες, 8 Δεκεμβρίου, οι Σύροι αντάρτες ανακοίνωσαν μέσω της κρατικής τηλεόρασης ότι ανέτρεψαν τον πρόεδρο Άσαντ.
«Η κατάσταση στη Συρία προσθέτει μια νέα διάσταση πολιτικής αβεβαιότητας στη Μέση Ανατολή, προσφέροντας στήριξη στις τιμές του πετρελαίου», ανέφερε ο Τομομίτσι Ακούτα, ανώτερος οικονομολόγος στη Mitsubishi UFJ Research and Consulting.
«Όμως οι μειώσεις των τιμών της Σαουδικής Αραβίας και η παράταση της μείωσης της παραγωγής του ΟΠΕΚ+ την περασμένη εβδομάδα υπογράμμισαν την αδύναμη ζήτηση από την Κίνα, υποδεικνύοντας ότι η αγορά μπορεί να χαλαρώσει προς το τέλος του έτους», είπε, σημειώνοντας ότι οι επενδυτές παρακολουθούν για τα πρώτα σημάδια των όποιων επιπτώσεων στις αγορές από την αναμενόμενη ενεργειακή και μεσανατολική πολιτική του εκλεγμένου προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ.
Η Saudi Aramco, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας αργού πετρελαίου στον κόσμο, ανακοίνωσε τη μείωση των τιμών για τον Ιανουάριο 2025 για τους Ασιάτες αγοραστές, φτάνοντας το χαμηλότερο επίπεδο από τις αρχές του 2021. Η απόφαση αυτή ελήφθη εξαιτίας της αδύναμης ζήτησης από την Κίνα, τον κορυφαίο εισαγωγέα πετρελαίου, η οποία επηρεάζει την αγορά.
Την Πέμπτη, ο ΟΠΕΚ+ ανακοίνωσε την αναβολή της αύξησης της παραγωγής πετρελαίου για τρεις μήνες, μέχρι τον Απρίλιο, ενώ παράλληλα αποφάσισε να παρατείνει την πλήρη απεμπλοκή των περικοπών παραγωγής για έναν ακόμη χρόνο, μέχρι το τέλος του 2026.
Ο ΟΠΕΚ+, ο οποίος είναι υπεύθυνος για περίπου το μισό της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, είχε προγραμματίσει να ξεκινήσει την απεμπλοκή των περικοπών από τον Οκτώβριο του 2024. Ωστόσο, η επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης, κυρίως από την Κίνα, και η αύξηση της παραγωγής σε άλλες χώρες, ανάγκασαν τον ΟΠΕΚ+ να αναβάλει το σχέδιο αρκετές φορές.