Η Παγκόσμια Τράπεζα προειδοποίησε για τον κίνδυνο μιας “δεκαετίας χαμένων ευκαιριών” για την παγκόσμια οικονομία, καθώς η ανάπτυξη την τελευταία πενταετία ήταν η χαμηλότερη που έχει καταγραφεί τα τελευταία 30 χρόνια, σύμφωνα με έκθεσή της για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας.
Το διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, που εδρεύει στην Ουάσινγκτον, αναμένει ανάπτυξη 2,4% της παγκόσμιας οικονομίας για φέτος, σε υποχώρηση για τρίτη συνεχή χρονιά αφότου έφθασε στο 2,6% πέρυσι, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν.
Είναι 0,75 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τον μέσο όρο που παρατηρήθηκε από την αρχή της δεκαετίας του 2000.
Με εξαίρεση το 2020 και την ισχυρή ύφεση που προκάλεσε η πανδημία Covid-19 και το κλείσιμο μεγάλου μέρους της παγκόσμιας οικονομίας, φέρεται να πρόκειται για τη χαμηλότερη παγκόσμια ανάπτυξη που έχει καταγραφεί σε ένα έτος μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Βέβαια, όπως υπογραμμίζει η έκθεση, «η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε καλύτερη θέση απ’ ό,τι θα μπορούσε να είναι και απέφυγε μια παγκόσμια ύφεση κυρίως λόγω της σταθερότητας της αμερικανικής οικονομίας».
Ωστόσο, η αναβίωση των γεωπολιτικών εντάσεων βραχυπρόθεσμα και οι προοπτικές στην πλειονότητα των χωρών με αναδυόμενη οικονομία μεσοπρόθεσμα εγείρουν φόβους μήπως «η δεκαετία του 2020 γίνει μια δεκαετία χαμένων ευκαιριών», εκτίμησε ο επικεφαλής οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ιντερμίτ Γκιλ, σύμφωνα με την ανακοίνωση.
Συνεπώς, η ανάπτυξη θα κατανεμηθεί άνισα μεταξύ των περιφερειών, μόλις κατά 1,2% για τις προηγμένες οικονομίες, μείωση σε ένα έτος, λιγότερο από 4% για τις χώρες με αναδυόμενη οικονομία που βλέπουν τις επενδύσεις, τόσο ιδιωτικές όσο και δημόσιες, να επιβραδύνονται.
Η δεύτερη οικονομία παγκοσμίως, η Κίνα αναμένεται να περάσει από το 5,2% το 2023 στο 4,5% φέτος, επιβραδύνοντας περαιτέρω στο 4,3% το 2025.
Εν προκειμένω «μια ισχυρή μείωση της κατανάλωσης και των δαπανών των νοικοκυριών», δήλωσε ο Γκιλ κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνέντευξης Τύπου, αλλά κυρίως οι μακροπρόθεσμες προκλήσεις της όπως «η γήρανση του πληθυσμού, το χρέος που μειώνει την επένδυση, οι λιγότερες ευκαιρίες για τη βελτίωση της παραγωγικότητας».
Πέρα από τις δυσκολίες για την παγκόσμια οικονομία, η Τράπεζα υπογραμμίζει ότι η ανάκαμψη μετά την covid ήταν πολύ άνιση μεταξύ των χωρών: παρότι οι προηγμένες οικονομίες επανήλθαν, οι περισσότερες μεταξύ αυτών, σε επίπεδα ισοδύναμα ή ανώτερα εκείνων που ήταν προ πανδημίας, αυτό δεν συνέβη για πολλές χώρες αναπτυσσόμενες ή με αναδυόμενη οικονομία.
«Στα τέλη του 2024, εκτιμάμε ότι όλες οι ανεπτυγμένες χώρες θα έχουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανώτερο αυτού που ήταν πριν την πανδημία. Αυτή η αναλογία είναι 2/3 για τις χώρες με αναδυόμενη οικονομία και λιγότερο για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Για τις πιο ευάλωτες χώρες ή τις πληγείσες από πολέμους, αυτό είναι λιγότερο από το μισό», τόνισε ο Γκιλ.
Και χωρίς επιτάχυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια, «οι κάτοικοι μιας αναπτυσσόμενης χώρας στις τέσσερις θα είναι πιο φτωχοί στο τέλος της δεκαετίας του 2020 απ’ ό,τι ήταν πριν την πανδημία», υποστήριξε ο Γκιλ.