Σαν σήμερα, στις 31 Ιουλίου 1976, κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του Μόντρεαλ, ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής, διατύπωσε για πρώτη φορά την πρότασή του για μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στον χώρο της αρχαίας Ολυμπίας, τόπο γένεσης και φιλοξενίας των Αγώνων στην αρχαιότητα.
Ο Κ. Καραμανλής έστειλε στον Λόρδο Κιλάνιν, πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, την πρότασή του να οριστεί η Ελλάδα μόνιμη έδρα διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων, επισημαίνοντας ότι «η Ελλάς παρακολουθεί πάντοτε με ζωηρό ενδιαφέρον τους Ολυμπιακούς Αγώνες και εκτιμά τις προσπάθειες που καταβάλλονται για την διαφύλαξη και την ανάπτυξη της Ολυμπιακής Ιδέας».
Η πρόταση αυτή δεν μπορεί να ιδωθεί αποσυνδεδεμένα από το γενικό κλίμα του Ψυχρού Πολέμου και ειδικότερα από τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων στο Μόναχο, το 1972. Οι Αγώνες είχαν αρχίσει σταδιακά να αποκτούν και πολιτική χροιά, όπως διαφάνηκε και από τους επόμενους στο Μόντρεαλ, τους οποίους πολλές χώρες μποϊκόταραν αποσύροντας τις συμμετοχές τους.
Στην πρόταση Καραμανλή εκφράζονταν οι ανησυχίες της ελληνικής κυβέρνησης για τους κινδύνους αυτούς που απειλούν να διαστρεβλώσουν το ολυμπιακό πνεύμα.
Όπως έγραψε το πρωτοσέλιδο της «Καθημερινής» της 1ης Αυγούστου: «[…] η ελληνική αυτή ανιδιοτελής πρόταση είναι αποτέλεσμα της διαπιστώσεως ότι κινδυνεύει να νοθευθή το ολυμπιακό ιδεώδες από πολιτικούς και φυλετικούς ανταγωνισμούς, από αντιαθλητικές εκδηλώσεις, από οικονομικά συμφέροντα, από σωβινιστικές τάσεις».
Η Ολυμπία, προβαλλόταν ως το «ουδέτερο έδαφος» που θα μπορούσε με τις κατάλληλες υποδομές να εξυπηρετήσει τις σύγχρονες ανάγκες.
Στην απάντησή του, ο λόρδος Κιλάνιν (1η Αυγούστου 1976) εξήρε την πρόταση του Ελληνα πρωθυπουργού, ωστόσο μετέθετε στο μέλλον τις σχετικές συζητήσεις, διευκρινίζοντας: «Είμαστε υποχρεωμένοι να κατανείμουμε τους Αγώνες της 23ης Ολυμπιάδας (1984) το 1978». Η πρόταση Καραμανλή για τη μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα επανήλθε στο προσκήνιο και στους επόμενους Αγώνες, το 1980, όταν ένα πολιτικό γεγονός φάνηκε και πάλι να κλονίζει τον κορυφαίο αθλητικό θεσμό. Η εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν τον Δεκέμβριο του 1979 προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και διαμαρτυριών εκ μέρους του δυτικού κόσμου. Ηδη από τις αρχές του 1980 ο Αμερικανός πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ και η Γερουσία των ΗΠΑ έθεσαν το ζήτημα ενός πιθανού μποϊκοτάζ.
Τότε ακριβώς, η πρόταση του Κων. Καραμανλή φάνηκε εκ νέου επίκαιρη, αφού υπήρχε ανάγκη να βρεθεί ένας χώρος ουδέτερος, που θα άμβλυνε τις διακρατικές αντιδικίες και θα απέκλειε τους ιδεολογικούς ανταγωνισμούς από την ολυμπιακή διοργάνωση. Ετσι, στις 28 Ιανουαρίου ο Κων. Καραμανλής απηύθυνε νέα επιστολή στον λόρδο Κιλάνιν και επαναδιατύπωσε την πρότασή του:
«Οι πρόσφατες εξελίξεις γύρω από το θέμα των Ολυμπιακών Αγώνων προσλαμβάνουν πλέον διαστάσεις επικίνδυνες για την τύχη του μοναδικού και αιωνόβιου θεσμού. Και πέραν αυτού, οι έριδες που προκαλούν αυτές οι εξελίξεις μεταβάλλουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες από παράγοντα υφέσεως σε παράγοντα εντάσεως. […] Η Ελλάς προσφέρεται να διευκολύνει τη λύση των προβλημάτων αυτών, διαθέτοντας τον κατάλληλο χώρο, την Αρχαία Ολυμπία, για τη μόνιμη τέλεση των Αγώνων».
Λίγες μέρες νωρίτερα, στις 7 Ιανουαρίου 1980, σε ομιλία του στην τελετή θεμελίωσης του Ολυμπιακού Σταδίου στην Καλογρέζα, ο Κων. Καραμανλής είχε δεσμευθεί να επαναφέρει την ελληνική πρόταση. Πράγματι, τους επόμενους μήνες ο Κων. Καραμανλής επιδίωξε επαφές με τον πρόεδρο και τα μέλη της ΔΟΕ, καθώς και με ξένους ηγέτες, προωθώντας την πρότασή του.
Εκπόνηση του σχεδίου συμφωνίας Ελλάδας – ΔΟΕ
Η αλλαγή του κλίματος στους κόλπους της ΔΟΕ φάνηκε στο κείμενο της απαντητικής επιστολής του προέδρου της, λόρδου Κιλάνιν, στις 4 Φεβρουαρίου 1980. Μεταξύ θερμών και ενθαρρυντικών λόγων στον Ελληνα πρωθυπουργό, τον πληροφόρησε ότι η επιστολή του είχε περιληφθεί στην ημερήσια διάταξη της 82ας Συνόδου της ΔΟΕ, που θα γινόταν στο Λέικ Πλάσιντ των ΗΠΑ. Επειτα από ένα μήνα, ο λόρδος Κιλάνιν ενημέρωσε τον Κων. Καραμανλή ότι όλα σχεδόν τα μέλη της ΔΟΕ υποδέχθηκαν με ενδιαφέρον την πρότασή του, με αποτέλεσμα να αποφασιστεί ομόφωνα η σύσταση ειδικής επιτροπής με πρόεδρο τον πρέσβη Λουί Γκιραντού για να μελετήσει την ελληνική πρόταση.
Τον επόμενο Απρίλιο, το προεδρείο της επιτροπής επισκέφθηκε την Ελλάδα και μαζί με τον Κων. Καραμανλή ξεναγήθηκαν στους χώρους της Αρχαίας Ολυμπίας. Εκεί ο Ελληνας πρωθυπουργός εξέφρασε την πεποίθηση ότι «η Ελλάς μπορεί να γίνει διεθνές πολιτιστικό κέντρο με την αναβίωση ορισμένων θεσμών της αρχαιότητας, όπως είναι το Ευρωπαϊκό Δελφικό Κέντρο και οι Ολυμπιακοί Αγώνες».
Η επίσκεψη του Γκιραντού και των συνεργατών του στην Ολυμπία είχε ως αποτέλεσμα να επισπευσθεί η εκπόνηση ενός σχεδίου συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και της ΔΟΕ, που θα καθόριζε το νομικό καθεστώς των ολυμπιακών εγκαταστάσεων στον χώρο της Ολυμπίας, ο οποίος στο εξής θα χαρακτηριζόταν «απαραβίαστος». Ο Γκιραντού επανήλθε στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1980 για τη συνέχιση της έρευνάς του.
Η επίσκεψη του Γκιραντού και των συνεργατών του στην Ολυμπία είχε ως αποτέλεσμα να επισπευσθεί η εκπόνηση ενός σχεδίου συμφωνίας μεταξύ της Ελλάδας και της ΔΟΕ, που θα καθόριζε το νομικό καθεστώς των ολυμπιακών εγκαταστάσεων στον χώρο της Ολυμπίας, ο οποίος στο εξής θα χαρακτηριζόταν «απαραβίαστος». Ο Γκιραντού επανήλθε στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1980 για τη συνέχιση της έρευνάς του.
Πέρα από τις επικοινωνίες με τον Κιλάνιν και τον διάδοχό του στην ηγεσία της ΔΟΕ, τον Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, αλλά και τη διαβούλευση με την επιτροπή υπό τον πρέσβη Γκιραντού, ο Καραμανλής αντιλαμβανόταν ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει ευόδωση της πρωτοβουλίας του χωρίς τη διεθνή προβολή της. Αξιοποίησε έτσι την αίγλη και τη δημοφιλία που είχε διεθνώς και φρόντισε να προβάλει περισσότερο τα πλεονεκτήματα της πρότασής του μέσα από συνεντεύξεις σε διεθνή μέσα, εφημερίδες και τηλεοπτικά δίκτυα.
Αγνόηση μετά πολλών διεθνών επαίνων
Ο δυτικός κόσμος αποφάσισε τελικά να απέχει από τους Αγώνες της Μόσχας του 1980 – την απόφαση αυτή δεν ακολούθησε η Ελλάδα, που αρνήθηκε να πολιτικοποιήσει το διεθνές αθλητικό και πολιτιστικό γεγονός, ενώ παράλληλα προέβαλε την πρότασή της για την προστασία του. Οι μεγαλύτερες σε κυκλοφορία εφημερίδες του δυτικού κόσμου δημοσίευαν, σε όλη τη διάρκεια του 1980, αναλύσεις για την ελληνική πρωτοβουλία και την ενθάρρυνση που αυτή λάμβανε από διεθνείς ηγέτες και αξιωματούχους.
Ετσι, η απεσταλμένη των ΗΠΑ στην Ελλάδα Αν Βέξλερ και ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Μακλόσκι δήλωσαν στον Καραμανλή στις αρχές του 1980 ότι ήταν απόφαση των ΗΠΑ να υποστηρίξουν σταθερά την πρότασή του. Επίσης, ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ, σε συνέντευξή του στην Bild, δήλωσε στις 14 Φεβρουαρίου ότι ήταν αναγκαία η επιστροφή των Αγώνων στην Ελλάδα. Ανάλογο πνεύμα χαρακτήριζε τις δηλώσεις και άλλων ξένων αξιωματούχων, μεταξύ άλλων του Βρετανού αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Ιαν Γκίλμουρ, του Ολλανδού υπουργού Εξωτερικών Βαν ντερ Κλάουβ, του βασιλιά της Σουηδίας, του πρωθυπουργού της Αυστραλίας κ.ά., με εξαίρεση τους πολιτικούς των ανατολικών χωρών, οι οποίοι είτε δεν έπαιρναν θέση είτε χαρακτήριζαν την πρόταση ως ανεπίκαιρη.
Οι New York Times, σε κύριο άρθρο στις 28 Μαρτίου με τίτλο «Ο πόλεμος για τους Αγώνες», που αναφερόταν στο μποϊκοτάζ των Αγώνων της Μόσχας, κατέληγαν: «Ο κ. Κάρτερ προτείνει να επιστρέψουν κάποτε οι Αγώνες στον τόπο γεννήσεώς τους, την Ελλάδα». Στις 23 Μαρτίου η Washington Post δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Ο χώρος της Ολυμπίας: μια αρχαία λύση σε ένα σύγχρονο πρόβλημα». Εκτεταμένα δημοσιεύματα, υποστηρικτικά της ελληνικής πρότασης, εμφανίστηκαν στις γαλλικές εφημερίδες Liberation, Le Figaro, L’ Equipe, L’ Aurore, Le Matin, στη μεγάλης κυκλοφορίας ιταλική εφημερίδα Il Giornale, καθώς και στον βελγικό και στον ελβετικό Τύπο.
Ωστόσο, σε μια προσπάθεια ερμηνείας της πολιτικής που ακολούθησε στη συνέχεια η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, αλλά και του χαρακτήρα που εξέλαβαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, δεν θα μπορούσαμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι ισχυρά συμφέροντα, κυρίως πολιτικά και οικονομικά, θα βλάπτονταν από την υιοθέτηση της πρότασης του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ισως σε αυτό το σημείο να βρίσκεται και η εξήγηση για το γεγονός ότι, παρά την έντονα ευμενή υποδοχή της, η πρόταση τελικά αγνοήθηκε από τις αρμόδιες διεθνείς και κρατικές αρχές