Οι απάτες (phishing) σε βάρος των καταθετών από χάκερ με απώλεια χρημάτων από τον τραπεζικό του λογαριασμό δεν σημαίνει ότι θα αποζημιωθεί άμεσα από το πιστωτικό ίδρυμα. Διάταξη του υπουργού Ανάπτυξης και Επενδύσεων Αδωνι Γεωργιάδη σε νομοσχέδιο που κατατέθηκε για την προστασία των καταναλωτών, περνά διάταξη που προβλέπει ότι η απώλεια των χρημάτων το ύψος της αποζημίωσης άνω των 1000 ευρώ τίθεται προς αμφισβήτηση όταν ο άρθρο 22 αφήνει περιθώρια στις τράπεζες να μην αποδεχθούν τη ευθύνη τους προς το θύμα.
Ωστόσο το άρθρο δεν προσδιορίζει κάποιες υποχρεώσεις προς τις τράπεζες, όπως και πότε θα τελειώσει η έρευνα για τις ευθύνες τις μίας και της άλλης πλευράς.
Το άρθρο 22 στο ενδεχόμενο να περάσει από τη Βουλή όπως κατατέθηκε θα αποτελεί «μαξιλάρι» για τους τραπεζίτες, διότι η αποζημίωση θα στηρίζεται στην έρευνα της τράπεζας για τις ευθύνες και των δύο πλευρών.
Το επίμαχο άρθρο προβλέπει μεταξύ άλλων «Αν ο πληρωτής είναι καταναλωτής και εφόσον οι ζημίες οφείλονται σε βαριά αμέλεια, ευθύνεται μέχρι του ανωτάτου ποσού των 1.000 ευρώ, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως τη φύση των εξατομικευμένων διαπιστευτηρίων ασφαλείας και τις ειδικότερες περιστάσεις υπό τις οποίες το μέσο πληρωμής απωλέσθη, εκλάπη ή υπεξαιρέθηκε», ρύθμιση από την οποία προκύπτει ότι οι τράπεζες θα είναι υπεύθυνες να καλύψουν την υπερβάλλουσα ζημιά.
Η ρύθμιση όμως προβλέπει ότι: Το παραπάνω δεν εφαρμόζεται, «αν ο πάροχος αποδείξει ότι διαθέτει και εφαρμόζει πρόσθετους και πιο εξελιγμένους μηχανισμούς ελέγχου των συναλλαγών, από αυτούς που εφαρμόζει για την ισχυρή ταυτοποίηση των συναλλαγών, για συναλλαγές που μπορούν να προκαλέσουν ζημία άνω των χιλίων (1.000) ευρώ, όπως ιδίως μηχανισμούς ελέγχου που αξιοποιούν τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης».
Με άλλα λόγια για να αποδείξει ο πελάτης των τραπεζών ότι η τράπεζα δεν διαθέτει και δεν εφαρμόζει εξελιγμένους μηχανισμούς θα πρέπει να διαθέτει πολλά χρήματα για να προσλάβει κάποιον εμπειρογνώμονα και θα χάσει χρόνο ενώ δεν θα αποζημιώνεται ταυτόχρονα.