Νόμος του Υπουργείου Υποδομών θα επιτρέπει στον ιδιωτικό τομέα να συμμετέχει στη χάραξη σημαντικών έργων υποδομής. Έτσι θα του δίνεται η δυνατότητα να προτείνει νέα projects. Αυτό θα γίνεται καθώς οι εταιρίες θα αναλαμβάνουν τη μελετητική ωρίμανση νέων έργων, τα οποία στη συνέχεια θα δίνουν το πράσινο φως για τη δημοπράτηση των έργων. Σημειώνεται πως η νέα αυτή μέθοδος αφορά έργα αξίας άνω των 200 εκατ. ευρώ και πρέπει να είναι νέες προτάσεις.
Αυτά είναι η απαραίτητη γραφειοκρατία για την εκκίνηση ενός νέου διαγωνισμού και η εύρεση χρηματοδότησης, καθώς για την η πλειοψηφία των έργων πνοής απαιτείται κατά κύριο λόγο ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και ως εκ τούτου χρειάζονται χρονοβόρες διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν.
Επιπλέον αρκετά είναι τα έργα, κυρίως οδικά, τα οποία δύσκολα θα εντάσσονται στα νέα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΣΠΑ) με αποτέλεσμα να συντελείται μια στροφή προς τις συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) και τις παραχωρήσεις, στις οποίες οι Πρότυπες Προτάσεις θα μπορούσαν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο.
Η έρευνα της παγκόσμιας τράπεζας, η οποία προκύπτει από την εμπειρία στις χώρες που έχουν υιοθετήσει διάφορες μορφές του συστήματος των Πρότυπων Προτάσεων (Unsolicited Proposals), εφιστά την προσοχή σε αρκετά ζητήματα που αφορούν τη δημοπράτηση έργων υποδομής με αυτό το σύστημα.
Επισημαίνεται, επίσης, ότι αρκετές χώρες του Δυτικού Κόσμου, μεταξύ αυτών και το Ηνωμένο Βασίλειο, δεν εφαρμόζουν τις Πρότυπες Προτάσεις, ειδικά όσον αφορά τις παραχωρήσεις.
Σχετικά με τη χρηματοδότηση, η οποία είναι ένα από τα βασικά προβλήματα που επιδιώκεται να λυθούν μέσω των Πρότυπων Προτάσεων, η ίδια έρευνα αναφέρει ότι δεν υπάρχουν οι απαραίτητες ενδείξεις που να αποδεικνύουν ότι το συγκεκριμένο σύστημα εξασφαλίζει καλύτερους πόρους.
Επιπλέον, η Παγκόσμια Τράπεζα επισημαίνει ότι οι περισσότερες Πρότυπες Προτάσεις δεν προτείνουν καινοτόμα projects. Κυρίως αφορούν έργα που προστίθενται στο pipeline της εκάστοτε κυβέρνησης.
Στην έρευνα επισημαίνεται ότι σημαντικό ρόλο στη σωστή εφαρμογή των Πρότυπων Προτάσεων διαδραματίζει ο βαθμός και το χρονικό σημείο συμμετοχής του προτείνοντα στο project development.
1. Την ύπαρξη ίσων όρων υποβολής προσφορών κατά τη διάρκεια της διαγωνιστικής διαδικασίας
2. Αν το προτεινόμενο έργο ανταποκρίνεται στα απαραίτητα κριτήρια εξασφάλισης του δημόσιου συμφέροντος
3. Την αποδυνάμωση του Δημόσιου Τομέα όσον αφορά στην ανάπτυξη και τη διεξαγωγή διαγωνισμών.
Σύμφωνα πάντοτε με την έρευνα έχει αποδειχθεί εμπειρικά ότι σε αυτή την περίπτωση υπάρχει ελάχιστος ή και καθόλου ανταγωνισμός, γεγονός και το οποίο μεταφράζεται σε χαμηλότερη σχέση ποιότητας-τιμής.
Ανησυχία, επίσης, φαίνεται πως προκαλεί στον ανταγωνισμό και το χρονικό περιθώριο που του δίνεται για να υποβάλει τις προσφορές του.
Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα η Παγκόσμια Τράπεζα αναφέρει πως είναι απαραίτητο να δοθεί ένα διάστημα από τρεις έως έξι μήνες για την προετοιμασία όλων των ενδιαφερομένων εταιρειών.
Ένα ακόμα σημείο που χρήζει εξέτασης στις Πρότυπες Προτάσεις, όπως επισημαίνεται στην έρευνα, είναι η δυνατότητα που δίνεται στους προτείνοντες να υποβάλουν βελτιωμένες προσφορές. Αντ’αυτού συνιστάται να παρέχονται κάποια μικρά «bonus» στους προτείνοντες που δεν αφορούν τη διαγωνιστική διαδικασίας.
Μάλιστα, υπάρχουν κράτη που δε δίνουν κανένα πλεονέκτημα, καθώς έχει παρατηρηθεί πως κάθε είδους «κίνητρο» μπορεί να ενθαρρύνει αρχικά τις ιδιωτικές εταιρείες αλλά για λάθους λόγους.
Μερικά παραδείγματα τέτοιων πλεονεκτημάτων είναι τα εξής:
Ο προτείνων να διαθέτει ήδη την έκταση όπου θα υλοποιηθεί το έργο
Να προτείνεται συγκεκριμένη τεχνολογία που να μη διαθέτει ο ανταγωνισμός
Να υπάρχουν ήδη γειτονικά έργα υποδομών με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οικονομίες κλίμακας.