Μπορεί το Βερολίνο και η ΕΕ να συστήνουν μια αποστασιοποίηση των ευρωπαϊκών εταιρειών από την Κίνα, λόγω φόβων για το ενδεχόμενο γεωπολιτικών εντάσεων στο Στενό της Ταϊβάν, ωστόσο, η παρουσία γερμανικών συμφερόντων επεκτείνεται αντί να μειώνεται ή τουλάχιστον να παραμένει αμετάβλητη.
Σύμφωνα με στοιχεία της Bundesbank που παραθέτουν οι Financial Times σε σχετικό δημοσίευμα, οι άμεσες επενδύσεις των γερμανικών εταιρειών στην Κίνα κινήθηκαν στα 2,48 δισ. ευρώ κατά τη διάρκεια του α’ τριμήνου του 2022 και έφθασαν τα 4,8 δισ. ευρώ μέσα στο β’ τρίμηνο.
Βασικό κίνητρο των γερμανικών εταιρειών είναι να μεταφέρουν στην Κίνα την παραγωγή των προϊόντων που απευθύνονται στους καταναλωτές της χώρας, μια στρατηγική που εντατικοποιήθηκε μετά τις καθυστερήσεις που παρουσιάστηκαν επί πανδημίας. Με αυτό το σκεπτικό αποφάσισε η BASF να εγκαταστήσει το μεγαλύτερο εργοστάσιο πολυουρεθάνης (ΤΡU) στην Γκουανγκντόνγκ, μια επαρχία στη Νότια Κίνα. Σύμφωνα με ανακοίνωση του γερμανικού ομίλου, σκοπός του εργοστασίου αυτού είναι να αντεπεξέλθει στις ανάγκες για TPU στην περιοχή της Ασίας και του Ειρηνικού. Δεν είναι τυχαίο που πάνω από το ήμισυ των κερδών που αποκόμισαν πέρσι οι γερμανικές εταιρείες από την Κίνα επενδύθηκαν στη χώρα, σύμφωνα με έρευνα που Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών της Κολωνίας.
Η στρατηγική αυτή, όμως, αυξάνει την εξάρτηση των εταιρειών της Δύσης στη μακρινή αγορά της Κίνας. Μελέτη του Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου έδειξε πως, αν και 73 κατηγορίες προϊόντων απομακρύνθηκαν από τη λίστα των αγαθών για τα οποία η Γερμανία εξαρτάται από την Κίνα, ένας ανάλογος όγκος αναπλήρωσε το κενό αυτό.
Αυτήν την εβδομάδα η L’ Oreal, ένας από τους ισχυρότερους ομίλους καλλυντικών στον κόσμο, ανακοίνωσε πως οι πωλήσεις στην Κίνα αυξήθηκαν μόνον κατά 2% με 3% μέσα στο α’ εξάμηνο του έτους, ενώ η μάρκα Porsche της Volkswagen κατέγραψε πτώση των πωλήσεων κατά το ένα τρίτο την ίδια περίοδο σε σχέση με έναν χρόνο πριν.
«Το μοναδικό μέρος στον κόσμο όπου η καταναλωτική εμπιστοσύνη παραμένει χαμηλή είναι στην Κίνα», δήλωσε ο διευθύνων σύμβουλος της L’ Oreal, Νικολά Ιερόνιμος, στους Financial Times. Συμπλήρωσε, μάλιστα, πως «η αγορά εργασίας δεν είναι υγιής», ενώ πολλοί Κινέζοι ζημιώθηκαν από την κρίση στην αγορά ακινήτων, καθώς επένδυσαν τις αποταμιεύσεις τους εκεί.
Μια ακόμη ανησυχητική διάσταση είναι η έκθεση των αυτοκινητοβιομηχανιών της Ευρώπης στην Κίνα, σε μια περίοδο που οι εγχώριοι ανταγωνιστές έχουν ένα ξεκάθαρο προβάδισμα στην ηλεκτροκίνηση. Εντούτοις, η Κίνα έχει κατοχυρώσει τη θέση της στην παγκόσμια οικονομία. Εξακολουθεί να κατέχει το 28,4% στην παγκόσμια μεταποίηση και αντιπροσωπεύει σχεδόν το ένα τρίτο της ανάπτυξης στην παγκόσμια οικονομία.