20.9 C
Athens
Friday, November 22, 2024
More

    Οι δυτικές χώρες γίνονται όλο και πιο επιφυλακτικές όσον αφορά την ανταλλαγή τεχνολογίας με την Κίνα

    Οι δυτικές χώρες γίνονται όλο και πιο επιφυλακτικές όσον αφορά την ανταλλαγή τεχνολογίας με την Κίνα, με τις ΗΠΑ και την Ολλανδία να επιβάλλουν πρόσφατα νέους περιορισμούς στις εξαγωγές ημιαγωγών και του εξοπλισμού ο οποίος χρησιμοποιείται για την κατασκευή τους.

    Εν τω μεταξύ, οι κινεζικές εταιρείες κερδίζουν θέσεις στον κατάλογο των μεγαλύτερων δαπανών στον κόσμο για έρευνα και ανάπτυξη (R&D) – ένα σημάδι ότι ίσως δεν θα χρειάζονται αυτή τη δυτική τεχνολογία για πολύ ακόμη.

    Η κινεζική “ανάδυση”

    Όταν συνέταξα για τελευταία φορά μία από αυτές τις λίστες πριν από πέντε χρόνια, η Huawei, η οποία κατασκευάζει υποδομές και συσκευές κινητής τηλεφωνίας βρισκόταν στην έκτη θέση πίσω από τη Microsoft, ακριβώς όπως και σήμερα, ωστόσο ήταν η μόνη κινεζική εταιρεία στο παγκόσμιο top 25.

    Πλέον δίπλα της έχουν προστεθεί η ιδιοκτήτρια του TikTok, ByteDance, η ιδιοκτήτρια  του WeChat και κολοσσός των τυχερών παιχνιδιών Tencent και ο γίγας του ηλεκτρονικού εμπορίου, των ηλεκτρονικών πληρωμών και πάροχος υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους (cloud) Alibaba. Το ποσό των 14,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ByteDance αφορά το 2021 και προέρχεται από μια έκθεση την οποία η μη εισηγμένη εταιρεία μοιράστηκε με υπαλλήλους της πέρυσι, στην οποία έκανε αναφορά η Wall Street Journal τον Οκτώβριο. Σύμφωνα με πληροφορίες, την 1η Απριλίου ότι η ByteDance είπε στους επενδυτές ότι τα έσοδα αυξήθηκαν κατά 30% το 2022, οπότε υποθέτω ότι οι δαπάνες της για R&D το 2022 θα κατατάσσονταν ακόμη υψηλότερα.

    Όλοι οι υπόλοιποι αριθμοί παραπάνω προέρχονται από δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις, ωστόσο οι εταιρείες έχουν αρκετά περιθώρια να καθορίζουν τι συνιστά δαπάνες R&D. Η Amazon.com δεν τις αναφέρει καν, αντ’ αυτών περιλαμβάνει μια γραμμή στις ανακοινώσεις αποτελεσμάτων της για δαπάνες σχετικές με “τεχνολογία και περιεχόμενο”, που είναι πιθανώς ως επί το πλείστον R&D, χωρίς ωστόσο περαιτέρω διευκρινίσεις. Το 2017 και το 2018, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) έστειλε μια σειρά επιστολών στην Amazon πιέζοντάς την να αναφέρει ξεχωριστά την έρευνα και ανάπτυξη όπως κάνουν άλλες εταιρείες, υποχώρησε ωστόσο αφότου η Amazon υποστήριξε ότι “το επιχειρηματικό μας μοντέλο ενθαρρύνει την ταυτόχρονη έρευνα, σχεδιασμό, ανάπτυξη και συντήρηση τόσο για νέα όσο και για υπάρχοντα προϊόντα και υπηρεσίες” και ότι ο διαχωρισμός μόνον της R&D θα ήταν δύσκολος και δεν θα έβγαζε νόημα για τους επενδυτές της.

    Είναι πιθανό κάποια άλλη μη εισηγμένη εταιρεία να ξοδεύει περισσότερα για R&D από τα 7,5 δισεκατομμύρια δολάρια της ευρισκόμενης στη 25η θέση Bayerische Motoren Werke (BMW), δεν είναι ωστόσο ιδιαίτερα πιθανό. Η Huawei είναι ιδιοκτησία των εργαζομένων της, ωστόσο δημοσιεύει ετήσια έκθεση, όπως και η γερμανική εταιρεία κατασκευής ανταλλακτικών αυτοκινήτων Robert Bosch, που ανήκει σε ιδρύματα και οικογένειες, η οποία ξόδεψε 6,7 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022, αρκετά για να την τοποθετήσουν στην 34η θέση. Όπως και άλλες ευρωπαϊκές και ιαπωνικές εταιρείες, θα ήταν υψηλότερα σε μια κατάταξη σε δολάρια όπως η συγκεκριμένη, εάν το ευρώ και το γιεν ήταν ισχυρότερα. Μεταξύ των άλλων μεγαλύτερων μη εισηγμένων εταιρειών στον κόσμο, οι περισσότερες δεν φαίνεται να ανακοινώνουν τις δαπάνες τους για R&D, ωστόσο οι περισσότερες, επίσης, δεν ταιριάζουν στο προφίλ μεγάλων δαπανών στον συγκεκριμένο τομέα.

    Αυτό το προφίλ αφορά την τεχνολογία, τα φαρμακευτικά προϊόντα ή την αυτοκινητοβιομηχανία. Αυτό ισχύει εδώ και δεκαετίες. Ο αριθμός των εταιρειών τεχνολογίας έχει αυξηθεί, με τις σχετικά νεοεισερχόμενες Amazon, τη μητρική της Google, Alphabet και τη μητρική του Facebook, Meta Platforms, να καταλαμβάνουν πλέον τις τρεις πρώτες θέσεις και τις περισσότερες από τις κινεζικές εταιρείες να είναι νέες στη λίστα. Ωστόσο, όταν βρήκα μια κατάταξη των top 20 από το 2004, την οποία είχε συντάξει ο Booz Allen Hamilton από τα δεδομένα του Bloomberg, εντυπωσιάστηκα από το πόσα γνωστά ονόματα περιείχε.

    Από τις εταιρείες που αναφέρονται εδώ και δεν βρίσκονται στο τρέχον top 25, όλες εκτός από μία παραμένουν στις 50 κορυφαίες, με τη Matsushita Electric, διάδοχο της Panasonic, στην 61η θέση. Οι συνδυασμένες δαπάνες R&D της Mercedes-Benz και της Stellantis, απογόνων (με την προσθήκη της Fiat) της διάλυσης της DaimlerChrysler το 2007, θα έθεταν την πάλαι ποτέ ενιαία εταιρεία στη 16η θέση. Επίσης, αν αναρωτιέστε πού βρίσκεται σε όλο αυτο το σκηνικό η ηγέτιδα της βιομηχανίας ημιαγωγών Taiwan Semiconductor Manufacturing (ΤSCM), έρχεται στην 41η θέση σε R&D, αλλά τέταρτη σε κεφαλαιουχικές δαπάνες, πίσω μόνον από την Amazon, τη Samsung και τη Saudi Arabian Oil.

    Ηγέτες

    Ένα πράγμα το οποίο έχει αλλάξει από το 2004 είναι το πόσο προπορεύονται οι κορυφαίοι σε δαπάνες. Αφήνοντας κατά μέρος την Amazon και την ειδική της λογιστική, η τρέχουσα Νο2 Alphabet ξοδεύει πάνω από τέσσερις φορές περισσότερα για Έρευνα και Ανάπτυξη σε σχέση με την No20 Bristol-Myers Squibb. Το 2004, η Νο1 Microsoft ξόδευε λιγότερο από τα διπλάσια από το Νο20, δηλαδή τη Merck.

    Οι περισσότερες από τις κορυφαίες αυτοκινητοβιομηχανίες ξοδεύουν παρόμοια ποσά σε R&D, προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό, όσο το 2004. Εξαιρούνται οι Volkswagen και BMW, που ξοδεύουν σημαντικά περισσότερα και η Ford, που ξοδεύει κατά ένα τρίτο λιγότερα. Οι φαρμακευτικές εταιρείες ξοδεύουν γενικά πολύ περισσότερα, ωστόσο οι πιο θεαματικές αυξήσεις ήταν στις τεχνολογικές, μεταξύ των οποίων υποθέτω ότι θα έπρεπε να αρχίσουμε να μιλούμε για τις MAAAM (άλλοι έχουν προτείνει MAMAA, αλλά κάνουν λάθος), δηλαδή τη Microsoft, την Apple, την Amazon, την Alphabet και τη Meta. Με εξαίρεση την Apple, οι δαπάνες R&D των συγκεκριμένων εταιρειών οδεύουν προς τις εφευρέσεις και τη βελτίωση όχι τόσο φυσικών προϊόντων όσο αλγορίθμων, συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης και άλλων παρόμοιων – κάτι που ισχύει και για τους Κινέζους ομολόγους ByteDance, Tencent και Alibaba.

    Στις ΗΠΑ, οι περισσότερες από αυτές τις εταιρείες έχουν ανακοινώσει μεγάλα κύματα απολύσεων τον τελευταίο καιρό, ωστόσο η επίδραση στις δαπάνες τους για R&D είναι μέχρι στιγμής μετά βίας διακριτή.

    Για τις ίδιες τις εταιρείες, αυτές οι τεράστιες αυξήσεις στις δαπάνες για R&D θα μπορούσαν να έχουν περιορισμένη αξία. Μια μελέτη του 2020 από μελετητές λογιστικών καταστάσεων από το Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον και το Πανεπιστήμιο του Τέξας διαπίστωσε ότι, ενώ κάποτε υπήρχε μια ισχυρή σχέση μεταξύ των δαπανών R&D και μελλοντικής κερδοφορίας, αυτή έχει γίνει πολύ πιο αδύναμη από τη δεκαετία του 1990.

    Για τις εθνικές και περιφερειακές οικονομίες, τα στοιχεία εξακολουθούν να δείχνουν ανταμοιβή όσον αφορά τα κέρδη παραγωγικότητας και την ανάπτυξη, αν και είναι πολύ νωρίς για να γνωρίζουμε εάν αυτό θα ισχύει και για την έκρηξη R&D των τελευταίων ετών.

    Αν ναι, φαίνεται ότι οι ΗΠΑ και η Κίνα βρίσκονται στην καλύτερη θέση ώστε να επωφεληθούν.

    Τελευταία Άρθρα

    Σχετικά Άρθρα