24 C
Athens
Friday, May 3, 2024
More

    Οι ανατιμήσεις και η ιδιωτική ετικέτα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το ελληνικό ρύζι

    Καίριο ζήτημα που απασχολεί την αγορά και ταυτόχρονα δημιουργεί σημαντικό ζήτημα για το εγχώριο προϊόν είναι η ελληνοποίηση ποικιλιών ρυζιού που εισάγονται από τρίτες χώρες στην Ελλάδα. Μάλιστα, όπως αναφέρει σχετικά ο Τάσος Πιστιόλας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Agrino και πρόεδρος του Συνδέσμου Ορυζομύλων, ειδικά ορισμένες κατηγορίες όπως τα μακρύσπερμα ρύζια, που λόγω ευρωπαϊκής νομοθεσίας εισάγονται άνευ δασμών στη χώρα μας, έρχονται να εντείνουν έτι περαιτέρω το πρόβλημα για την εγχώρια βιομηχανία ρυζιού και για το σύνολο της παραγωγικής βάσης στην Ελλάδα.

    “Το ζήτημα δεν εντοπίζεται τόσο στο ότι γίνονται εισαγωγές ξένων ρυζιών, αλλά στην έλλειψη ελέγχου. Διότι η αδασμολόγητη εισαγωγή μπορεί να πραγματοποιείται νόμιμα, αλλά σε πολλές των περιπτώσεων γίνονται ελληνοποιήσεις, με αποτέλεσμα ρύζι που προέρχεται από χώρες όπως η Μιανμάρ και η Καμπότζη, να βαφτίζεται ελληνικό και να έχει ως διακριτικό την ελληνική σημαία στη συσκευασία ή να αναγράφει ότι είναι ελληνικό”, επισημαίνει ο κύριος Πιστιόλας. Ο λόγος γίνεται κυρίως για ποικιλίες όπως είναι τα ευπώλητα ρύζια στην Ελλάδα, με χαρακτηριστικά παραδείγματα το ρύζι για πιλάφι ή το barboil. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στη διάρκεια του 2021 μετά την άρση του καθεστώτος επιβολής δασμών στο ρύζι, οι εισαγωγές από τη Μιανμάρ ενισχύθηκαν κατά 230.000 τόνους.

    Από την πλευρά του ο Άγις Πιστιόλας, διευθυντής εξαγωγών, μέλος διοίκησης της Agrino και πρόεδρος της πρωτοβουλίας επιχειρήσεων ΕΛΛΑ-ΔΙΚΑ ΜΑΣ, αναφέρει ότι “δεν έχει υπάρξει έως αυτή τη στιγμή καμία συγκεκριμένη νομοθετική που να διασφαλίζει την αγορά από το φαινόμενο των ελληνοποιήσεων. Ποτέ δεν ενδιέφερε το κράτος ο δίκαιος και θεμιτός ανταγωνισμός στο πεδίο των ελληνοποιήσεων. Και το αποτέλεσμα είναι ότι η χώρα χάνει πολύ μεγάλα ποσά από τις ελληνοποιήσεις. Συν τοις άλλοις όταν παρουσιάζονται τέτοια φαινόμενα, το αποτέλεσμα είναι να ερημώνει η ύπαιθρος γιατί δεν υφίσταται ουσιαστικό κίνητρο για τους παραγωγούς να παραμείνουν στον τόπο τους και να ασχοληθούν με τον πρωτογενή τομέα”.

    Στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος η αυθεντικότητα

    Καίριο ζήτημα για την αγορά αποτελεί και η αυθεντικότητα των προϊόντων. “Αυτό πρακτικά σημαίνει πως όταν ένα ρύζι αναγράφεται ότι είναι “Καρολίνα”, συχνά δεν είναι “Καρολίνα”. Αυτό το διάστημα υλοποιείται μία ολοκληρωμένη προσπάθεια από πλευράς των βιομηχανιών επεξεργασίας και τυποποίησης ρυζιού αλλά και από την Διεπαγγελματική Ρυζιού. Η πραγματικότητα είναι ότι υφίσταται ένα σημαντικό κενό νόμου που προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε, καθότι θα πρέπει να κατηγοριοποιηθεί η ποικιλία “Καρολίνα”, η οποία αποτελεί μία αμιγώς ελληνική εμπορική ονομασία. Πρόκειται για μία ποικιλία, η οποία παρουσιάζει ιστορικότητα για την ελληνική παραγωγή, η οποία αποτυπώνεται στην απήχηση που έχει ως προϊόν στη χώρα μας”. Ο ίδιος επισημαίνει ότι σε πολλές των περιπτώσεων αντικαθίσταται η “Καρολίνα” με άλλες ποικιλίες.

    Ανατιμήσεις έως και 100% στο ρύζι 

    Το ρύζι παρουσίασε ανατιμήσεις κυρίως από τον Σεπτέμβριο του 2022 και ύστερα, παρά το γεγονός ότι έως και εκείνη τη στιγμή δεν είχε εμφανίσει σημαντικές ανατιμήσεις. Όπως λέει ο Τάσος Πιστιόλας, οι αυξήσεις τιμών ανάλογα με την ποικιλία κυμαίνονται από 30% έως και 100%. Ο ίδιος επισημαίνει ότι το συγκεκριμένο προϊόν συνεχίζει να κινείται ανοδικά, χωρίς να έχει φανεί έως και αυτήν τη στιγμή καμία τάση υποχώρησης. “Το ρύζι παρουσίασε χρονική υστέρηση ως προς την εξέλιξη των ανατιμήσεων, χωρίς έως και αυτήν τη στιγμή να υπάρξει ουσιαστικός εξορθολογισμός των τιμών. Μεσοσταθμικά το προϊόν έχει καταγράψει αύξηση στα επίπεδα του 40% σε σύγκριση με πριν από ένα έτος, ενώ ποικιλίες όπως η “Καρολίνα” παρουσιάζουν ανατιμήσεις που αγγίζουν το 100%”.

    Οι συνολικά πωλούμενες ποσότητες ρυζιού στην Ελλάδα ανέρχεται σε ετήσια βάση σε περίπου 50.000 έως και 60.000 τόνους τυποποιημένου προϊόντος, ενώ ο τζίρος στα ελληνικά σούπερ-μάρκετ κινείται στα επίπεδα των 60 εκατομμυρίων ευρώ. Από τις συγκεκριμένες πωλήσεις περίπου τα 2/3 αντιστοιχούν σε επώνυμο προϊόν. Σε όρους όγκου πωλήσεων το 45% προέρχεται από το ρύζι ιδιωτικής ετικέτας και το υπόλοιπο 55% από το επώνυμο ρύζι. Σε ό,τι αφορά την συνολική παραγωγή αναποφλοίωτου ρυζιού, ανέρχεται σε περίπου 150 έως και 170 χιλιάδες τόνους σε ετήσια βάση. Από τις συγκεκριμένες ποσότητες το 30% διατίθεται στην Ελλάδα και το υπόλοιπο 70% σε εξαγωγές προς αγορές όπως είναι τα Βαλκάνια, η Τουρκία, η αραβική χερσόνησος καθώς και χώρες της Ευρώπης. Από τη συνολική παραγωγή ρυζιού στην Ελλάδα, το 70% προέρχεται από την περιοχή της Δυτικής Θεσσαλονίκης. Σε ό,τι αφορά το εισόδημα που προκύπτει από τις εξαγωγές υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα 100 εκατομμύρια ευρώ. Ως προς την εγχώρια κατανάλωση το 70% αποτελείται από ποσότητες εγχώριου ρυζιού και το υπόλοιπο 30% είναι εισαγόμενο.

    Το “πρόβλημα” της ιδιωτικής ετικέτας

    Ζήτημα αποτελεί αυτή τη στιγμή για το σύνολο της αγοράς λιανικής, η αύξηση των πωλήσεων σε προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, απόρροια της πληθωριστικής κρίσης. Η τάση για την κατανάλωση προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας ενισχύθηκε περισσότερο μετά την θέσπιση του καλαθιού του νοικοκυριού. Το γεγονός αυτό προκαλεί το φαινόμενο του “trade down”, όπου ο ορατός κίνδυνος είναι η επικράτηση των προϊόντων ιδιωτικής ετικέτας έναντι των επώνυμων προϊόντων, για τα οποία το σύνολο των επιχειρήσεων έχουν επενδύσει σημαντικά κεφάλαια είτε σε παραγωγικές εγκαταστάσεις και εξοπλισμό, είτε στο χτίσιμο της μάρκας με δαπάνες σε επίπεδο μάρκετινγκ και διαφήμισης.

    Τέλος, η βιομηχανία ρυζιού βρίσκεται και αυτή αντιμέτωπη με την εύρεση προσωπικού όπως και πολλοί άλλοι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας. “Εάν βρίσκαμε προσωπικό θα απασχολούσαμε ήδη 220 άτομα από τα περίπου 200 που απασχολούμε σήμερα”, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Τάσος Πιστιόλας.

    Τελευταία Άρθρα

    Σχετικά Άρθρα