Μετά το «Make America great again» του Ντόναλντ Τραμπ, ο Τζο Μπάιντεν θέλει να επαναφέρει τις ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή ως μια παγκόσμια ηγετική δύναμη, με τον νέο πρόεδρο να υπόσχεται την επιστροφή της πρώτης παγκόσμιας δύναμης σε ρόλο διευθυντή ορχήστρας των εθνών, κάτι το οποίο περιφρονούσε ο Τραμπ, αλλά αναμένεται άμεσα να βρεθεί αντιμέτωπη με ακανθώδεις προκλήσεις, απέναντι στην Κίνα, το Ιράν ή τη Ρωσία.
«Η Αμερική είναι πιο δυνατή όταν συνεργάζεται με τους συμμάχους της», δήλωσε το σαββατοκύριακο ο εκλεγμένος πρόεδρος των ΗΠΑ, ανακοινώνοντας τα ονόματα νέων αξιωματούχων του υπουργείου Εξωτερικών, οι οποίοι καλούνται να «αποκαταστήσουν τον ηθικό και παγκόσμιο ηγετικό ρόλο» των ΗΠΑ.
Ο Δημοκρατικός Μπάιντεν, ο οποίος αναλαμβάνει από αύριο επισήμως τα καθήκοντά του, επισημαίνει την διαφοροποίησή του από τον προκάτοχό του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δεν αντιμετώπιζε καλά τους συμμάχους του, φλερτάριζε με αυταρχικούς ηγέτες, έσπασε διεθνείς συμβάσεις και περιφρονούσε τους πολυμερείς κύκλους.
Γι’αυτό, ο Τζο Μπάιντεν επέλεξε πεπειραμένους διπλωμάτες, που έχουν περάσει από την κυβέρνηση του πρώην προέδρου Μπαράκ Ομπάμα σε μια ένδειξη της επανόδου σε ένα πιο κλασικό μοντέλο εξωτερικής πολιτικής.
Επικεφαλής τους ο μελλοντικός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν, υποστηρικτής μιας επεμβατικής πολιτικής, ο οποίος θα πρέπει να συμβαδίσει με μια Αμερική που δεν θέλει πια αυτόν τον ρόλο. Το Σάββατο δήλωσε ότι θέλει να ξανακάνει τις ΗΠΑ ένα «παράδειγμα» για τον υπόλοιπο κόσμο.
«Μετα-αμερικανικός κόσμος»
Οι πρώτες αποφάσεις του προέδρου Μπάιντεν, όπως η επιστροφή ήδη από αύριο στην συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα, θα έχουν στόχο την αλλαγή σελίδας.
Ωστόσο η περίοδος Τραμπ τραυμάτισε την εικόνα των ΗΠΑ. Και αυτές οι τελευταίες εβδομάδες επιδείνωσαν την κατάσταση, με τον Ρεπουμπλικανό δισεκατομμυριούχο να δίνει απανωτά χτυπήματα στους δημοκρατικούς θεσμούς με την επανειλημμένη άρνηση της ήττας του και στη συνέχεια την πραγματική εισβολή υποστηρικτών του στο Καπιτώλιο.
Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που μια ακαδημαϊκή συζήτηση διχάζει τους Αμερικανούς ειδικούς.
«Θα χρειαστεί πολύς καιρός προτού μπορέσουμε να υπερασπιστούμε με αξιόπιστο τρόπο το Κράτος Δικαίου» στο εξωτερικό, σημείωνε ο πρώην διπλωμάτης Ρίτσαρντ Χάας στη διάρκεια των βιαιοτήτων στο Κογκρέσο. Εκείνη η ημέρα, η 6η Ιανουαρίου, σηματοδότησε, σύμφωνα με τον ίδιο, την αρχή ενός «μετα-αμερικανικού κόσμου, που δεν χαρακτηρίζεται πλέον από την υπεροχή των ΗΠΑ».
Άλλοι πανεπιστημιακοί συμβούλευσαν τον Τζο Μπάιντεν να απαρνηθεί την «σύνοδο κορυφής των δημοκρατιών» που έχει δεσμευτεί να οργανώσει κατά την πρώτη χρονιά της προεδρικής του θητείας, για να προστρέξει πρώτα στο προσκέφαλο των αμερικανικών θεσμών.
Ωστόσο για τον Τόμας Ράιτ, του κέντρου μελετών Brookings Institution, «θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι η ταπείνωσή μας σήμερα σημαίνει ότι οι ΗΠΑ δεν θα έχουν πλέον το δικαίωμα να υπερασπιστούν την δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα σε όλον τον κόσμο». «Η επανόρθωση της δημοκρατίας σε μας δεν είναι ασύμβατη με την υπεράσπιση της δημοκρατίας αλλού, αυτά τα δύο πάνε μαζί», επιχειρηματολόγησε στην επιθεώρηση «The Atlantic», υπογραμμίζοντας ότι ο τραμπισμός και τα είδωλά του δεν είναι ένα αποκλειστικά αμερικανικό φαινόμενο.
Παρά τις εσωτερικές κρίσεις που έχει να αντιμετωπίσει -πανδημία της COVID-19, οικονομικός μαρασμός, φυλετικές αδικίες-ο νέος πρόεδρος δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να αντιμετωπίσει άμεσα τις παγκόσμιες υποθέσεις.
Συνδυασμός σθεναρότητας και διαλόγου
Πολλά είναι εξάλλου τα πιεστικά θέματα που τον αναμένουν. Η Ουάσινγκτον και η Μόσχα, ο παλιός της αντίπαλος, έχουν περιθώριο μόνον μέχρι την 5η Φεβρουαρίου για να παρατείνουν την σημαντική συνθήκη πυρηνικού αφοπλισμού, την New Start.
Οι Δημοκρατικοί έχουν έντονα επικρίνει την αναβλητικότητα της απερχόμενης κυβέρνησης σε αυτό το θέμα. Και η κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία είναι αποφασισμένη να δείξει μεγαλύτερη σθεναρότητα απέναντι στην Ρωσία σε σχέση με την διφορούμενη στάση ενός Τραμπ που επιθυμούσε την προσέγγιση με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, θα πρέπει ως εκ τούτου να βρει τρόπο για μια γρήγορη διαπραγμάτευση.
Ακόμη πιο εκρηκτικό αναμένεται να είναι ενδεχομένως το ζήτημα του Ιράν.
Ο Τζο Μπάιντεν έχει δεσμευτεί να επιστρέψει στην διεθνή συμφωνία που έχει στόχο να εμποδίσει την Τεχεράνη να αποκτήσει πυρηνική βόμβα και υπεγράφη το 2015 υπό την κυβέρνηση Ομπάμα, του οποίου ήταν αντιπρόεδρος, για να εγκαταλειφθεί στη συνέχεια από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Γι’αυτό θα πρέπει να άρει τις κυρώσεις, τις οποίες σκλήρυναν μέχρις εσχάτων ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος και ο υπουργός του επί των Εξωτερικών Μάικ Πομπέο περιπλέκοντας ακόμη περισσότερο το έργο του, και να εξασφαλίσει ότι το Ιράν θα επιστρέψει από την πλευρά του στις δεσμεύσεις του για τον περιορισμό του πυρηνικού του προγράμματός του, από τις οποίες αποδεσμεύεται όλο και περισσότερο μέρα τη μέρα.
Ο Δημοκρατικός πρόεδρος θα πρέπει επίσης να αποδείξει σε μια σκεπτικιστική αμερικανική πολιτική τάξη ότι θα είναι σε θέση να δείξει σθεναρότητα απέναντι στις ενέργειες της Τεχεράνης στη Μέση Ανατολή.
Το ίδιο τεστ τον περιμένει, σε παγκόσμια κλίμακα αυτήν τη φορά, απέναντι στο Πεκίνο.
«Οι ΗΠΑ οφείλουν να δείχνουν σθεναρότητα με την Κίνα», υπογράμμισε ο Τζο Μπάιντεν, ο οποίος χαρακτηρίζεται «αδύναμος» από αριθμό Ρεπουμπλικανών.
Η σθεναρότητα αυτή θα οδηγήσει σε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, όπως υποσχόταν η γραμμή του Πομπέο, ή σε έναν στρατηγικό ανταγωνισμό που θα είναι σαφής αν και πιο χαμηλών τόνων, όπως δείχνουν να επιθυμούν οι Ευρωπαίοι;
Η απάντηση στο θέμα αυτό θα καθορίσει «την επιτυχία ή την αποτυχία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής», προέβλεπε πριν από τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ ο πρώην διπλωμάτης Ουίλιαμ Μπερνς, τον οποίο όρισε να αναλάβει επικεφαλής της CIA ο Τζο Μπάιντεν.