Κατάφερε να «μπει» σε κάθε ελληνικό νοικοκυριό, κερδίζοντας επάξια μια επίζηλη θέση στη βιομηχανική ιστορία της χώρας. Ο λόγος για τον Απόστολο Πίτσο, θεμελιωτή της ομώνυμης βιομηχανίας οικιακών συσκευών, ο οποίος έφυγε από τη ζωή την Πρωτοχρονιά, σε ηλικία 105 ετών, διαυγέστατος και δραστήριος μέχρι τέλους. Γεννήθηκε στις 29 Ιουνίου 1918 στην Αθήνα, στην οποία παρέμεινε πιστός για πάντα, και μεγάλωσε στους Αμπελόκηπους.
Η «γέννηση» της Πίτσος, ωστόσο, είχε γίνει το 1865 από τον Νικόλαο Πίτσο, θείο του πατέρα του, σε ένα μικρό εργαστήριο στο Μοναστηράκι που έφτιαχνε φανάρια για τα τρόφιμα, μπρίκια και καμινέτα. Δεδομένου ότι ο Νικόλαος Πίτσος ήταν άκληρος, έβαλε στη δουλειά τα τρία ανίψια του μεταξύ των οποίων και τον πατέρα του Σταμάτιο που θεωρείται και ο ιδρυτής της «Πίτσος».
Λίγα χρόνια αργότερα η μικρή επιχείρηση μετεγκαταστάθηκε στην οδό Περικλέους, διευρύνοντας τη γκάμα προϊόντων με διάφορα είδη, από τα ψυγειάκια νερού με ένα μικρό βρυσάκι που συνήθιζαν τότε οι νοικοκυρές να κρεμούν στον τοίχο, μέχρι μαχαιροπήρουνα, μικρές συσκευές πετρελαίου και αργότερα με τις πασίγνωστες θερμάστρες και γκαζιέρες που μετέπειτα εξάγονταν σε αρκετές χώρες.
Η εταιρεία πήγαινε καλά και σύντομα η «Μεταλλουργική Βιομηχανία Σ. Πίτσος Ο.Ε.» όπως ονομαζόταν, θα αποκτούσε το πρώτο της εργοστάσιο στην σχεδόν εξοχική τότε περιοχή των Αμπελοκήπων.
Ο Απόστολος Πίτσος από μικρό παιδί έζησε μέσα στην οικογενειακή επιχείρηση παρακολουθώντας βήμα-βήμα την ανοδική της πορεία.
Φοίτησε στη Γερμανική Σχολή, όπου μια περίοδο ήταν συμμαθητής του πρώην πρωθυπουργού Γεώργιου Ράλλη, και διακρίθηκε για τις επιδόσεις του. Δεδομένου ότι από νωρίς ήξερε με τι ήθελε να ασχοληθεί, στη συνέχεια πήγε στο Πρακτικό Λύκειο με στόχο την εισαγωγή του στο Πολυτεχνείο. Εκείνη την εποχή ωστόσο ο πατέρας του τραυματίστηκε στα μάτια και ταξίδεψε μαζί του στη Βιέννη προκειμένου να συναντήσουν έναν σπουδαίο γιατρό. Παρά τις προσπάθειες ο Σταμάτης Πίτσος υπέστη ανεπανόρθωτη βλάβη στην όρασή του, γεγονός που έκανε τον μικρό Απόστολο να ανδρωθεί πρόωρα αναλαμβάνοντας ενεργό ρόλο στην εταιρεία, παράλληλα με το σχολείο.
Μέσα από τη δουλειά ήρθε και η πρώτη επαφή με τη Γερμανία, καθώς ένας από τους προμηθευτές μηχανημάτων τού πρότεινε να εργαστεί στο εργοστάσιό του στη Σαξονία ώστε να προετοιμαστεί για τη φοίτησή του στο εκεί Πολυτεχνείο.
Έτσι, το 1937 ο Απόστολος Πίτσος έφυγε για τη Γερμανία, όπου γνώρισε από πρώτο χέρι τη νοοτροπία, αλλά και την παροιμιώδη ποιότητα των γερμανικών προϊόντων. Εκεί σπούδασε μηχανολόγος, αλλά γρήγορα αναγκάστηκε να επιστρέψει. Το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον βρήκε να υπηρετεί στο αντιαεροπορικό πυροβολικό στο Μενίδι. Στην Κατοχή το μισό εργοστάσιο επιτάχθηκε από τους Γερμανούς εισβολείς και στο άλλο μισό η οικογένεια Πίτσου συνέχισε, όπως όπως, τη λειτουργία του με ελάχιστο εργατικό δυναμικό.
Με το τέλος του πολέμου, η Ελλάδα μπήκε σιγά σιγά σε μια περίοδο ανοικοδόμησης και ανάπτυξης. Μαζί με αυτήν και η «Πίτσος» που το 1959 και έχοντας πλέον στο τιμόνι της τον Απόστολο Πίτσο, εγκαινίασε το νέο εργοστάσιο σε ιδιόκτητη έκταση στην περιοχή του Ρέντη ξεκινώντας την παραγωγή ψυγείων και θερμαστρών πετρελαίου.
Όταν η επιχείρηση εισήλθε στην αγορά λευκών συσκευών βρέθηκε «απέναντι» στην ήδη καθιερωμένη Ιζόλα της οικογένειας Δράκου ενώ λίγο αργότερα προστέθηκε και η Εσκιμό, με τον ανταγωνισμό να δικαιώνει το τολμηρό αυτό βήμα. Στη σύγχρονη μονάδα στήθηκαν οι νέες γραμμές παραγωγής και την ίδια χρονιά κατασκευάστηκε το πρώτο ηλεκτρικό ψυγείο, για να ακολουθήσουν οι καταψύκτες και οι κουζίνες. Αργότερα ξεκίνησε και η παραγωγή των πρώτων ασπρόμαυρών τηλεοράσεων.
Από τότε άρχισε να χτίζεται επί της ουσίας η φήμη της εταιρείας με το σύνθημα «Πίτσος-Εμπιστοσύνη» που οφειλόταν στην ποιότητα κατασκευής και την αντοχή των προϊόντων της. Ήταν η εποχή που τα ελληνικά νοικοκυριά ακολουθούσαν το ισχυρό ρεύμα του εκσυγχρονισμού μέσω του εξηλεκτρισμού και της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ η χώρα διέθετε ακόμη… βιομηχανική παραγωγή.
Παρά ταύτα η αγορά ενός ψυγείου ή μιας ηλεκτρικής κουζίνας δεν ήταν εύκολη υπόθεση, αλλά μια σημαντική «επένδυση». Για αυτό και τα προϊόντα εκείνης της «Πίτσος» ήταν προορισμένα να αντέχουν για μια ζωή… Κάτι που βασίστηκε εκτός από την ποιότητα κατασκευής και στην εξαιρετική σχέση που κατάφερε να χτίσει ο Απόστολος Πίτσος με το προσωπικό. Ως επιχειρηματίας «παλαιάς κοπής» ήξερε ότι όταν ο εργαζόμενος είναι ικανοποιημένος αποδίδει καλύτερα. Έτσι είχε καθιερώσει για τις περισσότερες από 2.000 οικογένειες που ζούσαν από την εταιρεία του σειρά παροχών, από δώρα κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα μέχρι εκδρομές και παιδικές κατασκηνώσεις.
Το 1965, στα 100 χρόνια της, η «Πίτσος» προσέφερε ολοκληρωμένες λύσεις για το μαγείρεμα, το πλύσιμο και τη θέρμανση κάθε κατοικίας, ενώ τρία χρόνια μετά και της ψυχαγωγίας με το λανσάρισμα των ασπρόμαυρων τηλεοράσεων.
Με τη Μεταπολίτευση, η ριζοσπαστικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος μπορεί να έφερε σημαντικές κατακτήσεις, παράλληλα όμως προκάλεσε και προβλήματα στην εγχώρια βιομηχανία που αντιμετώπιζε ήδη και τον ανταγωνισμό από το εξωτερικό.
Ο Απόστολος Πίτσος, βλέποντας πολύ μπροστά, στο άνοιγμα που ερχόταν μέσω της ΕΟΚ και έχοντας τις κατάλληλες διασυνδέσεις άρχισε να επιδιώκει τη συνεργασία με κάποιο αντίστοιχο ισχυρό γερμανικό όμιλο. Κάπως έτσι το 1974, έτος-σταθμό στην ιστορία της «Πίτσος», ξεκινάει η συνεργασία με τη Siemens. Μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια οι Γερμανοί είχαν αποκτήσει πλήρη εικόνα για την «αξία» του brand και τα ποιοτικά στάνταρτ των προϊόντων της εταιρείας.
Το 1977 ήταν η μεγάλη καμπή με την απόφαση του Πίτσου να αποδεχθεί την πρόταση εξαγοράς, με την Bosch-Siemens Hausgeräte GmbH να αποκτά το 60% και τη Siemens Hellas A.E. το 20%. Ο ίδιος πίστευε βαθιά τότε ότι ήταν μονόδρομος για την μακρόχρονη επιβίωση της εταιρείας. Έκτοτε ξεκινάει ένας νέος ιστορικός κύκλος για την “Pitsos”, με το εργοστάσιο του Ρέντη να εξελίσσεται σταδιακά σε μια από τις κύριες παραγωγικές και εξαγωγικές μονάδες των Γερμανών για την ευρύτερη περιοχή.
Οι νέοι ιδιοκτήτες εμπιστεύθηκαν στον Απόστολο Πίτσο τη διοίκηση της εταιρείας κατά την πρώτη πενταετία μετά την εξαγορά, μια περίοδο με θετικές επιδόσεις και καινούργια προϊόντα.
Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν αρκετοί «σταθμοί», με την εισαγωγή της τεχνολογίας No Frost στα ψυγεία το 1989, τη μετονομασία σε «BSP ΑΒΕ Οικιακών Συσκευών» (Bosch, Siemens, Pitsos) το 1996, την ένταξη των προϊόντων Gaggenau το 1998 και Neff το 2002, το λανσάρισμα των φούρνων, κουζίνων και ψυγείων νέας τεχνολογίας, τη μετονομασία της εταιρείας σε BSH Οικιακές Συσκευές Α.Β.Ε. κ.α.
Όλη αυτή την πορεία ο Απόστολος Πίτσος την παρακολουθούσε πάντα διακριτικά, με το εύλογο ενδιαφέρον του δημιουργού για το «οικοδόμημά» του. Και βλέποντας τη γιγάντωση της εταιρείας ένιωθε δικαιωμένος για την επιλογή του.
Μετά, όμως, από μια μακρά περίοδο εκρηκτικής ανάπτυξης, το εργοστάσιο του Ρέντη άρχισε σταδιακά να «αποψιλώνεται» με τμήματα της παραγωγής να μεταφέρονται στην Τουρκία και άλλες χώρες. Η «εμπλοκή» του με τον εξωδικαστικό συμβιβασμό για το σκάνδαλο της Siemens και οι δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν τροφοδότησαν τα σενάρια περί μετεγκατάστασης και ενίσχυσής του, τα οποία ωστόσο ουδέποτε εκπληρώθηκαν.
Ο κύκλος της Siemens στην Pitsos έκλεισε τον Σεπτέμβριο του 2014, όταν η εταιρεία,- που ελεγχόταν από την Bosch και τη Siemens κατά 50%-50%-, πέρασε στον έλεγχο της πρώτης. Έκτοτε συνεχίστηκε ακάθεκτη η συρρίκνωση της παραγωγής με τη μεταφορά του χαρτοφυλακίου κατασκευής ψυγείων στην Τουρκία και την Πολωνία, η μείωση των εργαζομένων και η πτώση των οικονομικών επιδόσεων του ελληνικού βραχίονα. Ο οποίος, σημειωτέον, το 2008, όταν ξεκινούσε η οικονομική κρίση, έκανε τζίρο 304 εκατ. ευρώ και είχε κέρδη 23 εκατ. ευρώ, ενώ το 2020, τελευταία χρονιά παραγωγικής λειτουργίας, ο τζίρος είχε υποχωρήσει στα 153,9 εκατ. ευρώ, με αποτέλεσμα ζημίες 3 εκατ. ευρώ.
Τα σχέδια των Γερμανών για το κλείσιμο του εργοστασίου ανακοινώθηκαν από το 2017, αλλά κατόπιν διαπραγματεύσεων δόθηκε παράταση μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2020. Τον Απρίλιο του 2021 έπεσαν οι τίτλοι τέλους σε μια παραγωγική διαδρομή 156 ετών, με την εταιρεία να διατηρεί μόνο το εμπορικό τμήμα και το τμήμα εξυπηρέτησης πελατών.
Ωστόσο, το λουκέτο στη μονάδα του Ρέντη διαδέχθηκε η ελπιδοφόρα απόφαση της Pyramis, της οικογένειας Μπακατσέλου, να δώσει συνέχεια στην παραγωγή οικιακών συσκευών μέσα από το νέο εργοστάσιο στα Οινόφυτα που στελεχώθηκε από πρώην εργαζομένους της Pitsos, αλλά και χρησιμοποιώντας μέρος του μηχανολογικού εξοπλισμού της. Ύστερα από δύο χρόνια διεργασιών και δυσκολιών, πριν λίγο διάστημα, η εταιρεία άρχισε να παραδίδει τις πρώτες κεραμικές εστίες με το brand Pyramis…
Στους κήπους της μοναδικής έπαυλης με την ανεμπόδιστη θέα στο απέραντο γαλάζιο, ο Απόστολος Πίτσος συνήθιζε να ακούει το, επίσης μοναδικό, κονσέρτο για βιολί του μέγιστου Γερμανού συνθέτη Μπετόβεν, που και ο ίδιος είχε μάθει να παίζει στην Κατοχή.
Σαράντα χρόνια μετά την πώληση της «Πίτσος» αποφάσισε να βάλει το δεύτερο μεγαλύτερο πωλητήριο στη ζωή του για το ανάκτορο της Αργολίδας, των 568 τ.μ., σε στυλ εξοχικής γαλλικής κατοικίας, με τα τεράστια παράθυρα που αντικρύζουν την Ύδρα και τις Σπέτσες.
Αυτό το εκπληκτικό ακίνητο, που βρίσκεται στο Πόρτο Χέλι στην περιοχή Κουνούπι, περιβάλλεται από πευκοδάσος έκτασης 5 στρεμμάτων, διαθέτει τρείς ιδιωτικές παραλίες, σπάνια έπιπλα και αντίκες, υπαίθριες κουζίνες, κιόσκια και 7 καθιστικά εξωτερικού χώρου, καθώς και υψηλής τεχνολογίας μηχανολογικό εξοπλισμό που καλύπτει όλες τις ανάγκες. Όταν το 2017 ο οίκος Sotheby’s Realty ανέλαβε να βρει αγοραστή θεωρείτο το ακριβότερο ακίνητο στην Ελλάδα, με την τιμή του να φτάνει τα 20 εκατ. ευρώ.
Η διαπραγμάτευση της κόρης του Κατερίνας, με τον φημισμένο οίκο ήταν σκληρή και κράτησε πολλούς μήνες. Το τίμημα των 20 εκατ. ευρώ, ωστόσο, αν και στις τότε συνθήκες της αγοράς real estate, ήταν αρκετά υψηλό, για τον κύκλο των ισχυρών του χρήματος στους οποίους και απευθυνόταν χαρακτηριζόταν «δίκαιο». Τα σχόλια του Sotheby’s ήταν διθυραμβικά, κάνοντας λόγο για την «πιο εκπληκτική ιδιοκτησία σε όλο το Πόρτο Χέλι».
Αυτή η μυθική κατοικία πουλήθηκε, κατά πληροφορίες, τελικά την άνοιξη του 2018, με το τίμημα να μην απέχει από τον αρχικό πήχη…