Η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος κήρυξε το Σάββατο, 4 Σεπτεμβρίου 2021, στο Σισμανόγλειο Μέγαρο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδος στην Πόλη, την έναρξη των εργασιών του Φόρουμ: «Οικουμενική Πρωτοβουλία για την προστασία του περιβάλλοντος και του πολιτισμού», που διοργανώνεται από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων σε συνεργασία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Στην εναρκτήρια ομιλία του, ο Παναγιώτατος, ανέφερε ότι η ανθρωπότητα συνεχίζει να βιώνει τις επώδυνες περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις της παγκόσμιας οικολογικής κρίσεως, και έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι οποίες ως στόχο έχουν την ευαισθητοποίηση και ενεργοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας προς την κατεύθυνση της προστασίας και διαφύλαξης συνολικά της Δημιουργίας του Θεού. Υπενθύμισε μάλιστα ότι η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία έχει διακηρύξει προς κάθε κατεύθυνση ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξει πραγματική πρόοδος, όταν αυτή εκτυλίσσεται σε βάρος του φυσικού περιβάλλοντος.
«Αι οικολογικαί πρωτοβουλίαι του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενέπνευσαν κοινοβούλια, πανεπιστήμια, οικολογικάς οργανώσεις, άλλας εκκλησίας και θρησκείας. Έδωκαν το έναυσμα εις την θεολογίαν να μελετήση τας πνευματικάς και ηθικάς διαστάσεις του οικολογικού προβλήματος, να προβάλη το οικοφιλικόν περιεχόμενον της χριστιανικής κοσμολογίας και ανθρωπολογίας, την ευχαριστιακήν χρήσιν της δημιουργίας, το οικολογικόν μήνυμα του ασκητισμού και άλλα. Αι καθ’ ημάς Μητροπόλεις, αι ενορίαι και αι ιεραί μοναί ανέπτυξαν ποικίλας δράσεις διά την προστασίαν του φυσικού περιβάλλοντος, προγράμματα οικολογικής παιδείας και άλλας σχετικάς πρωτοβουλίας. Ολόκληρος η ζωή της Εκκλησίας, η πίστις, η θεία λατρεία, ο κοινοτικός τρόπος του βίου, έχουν οικολογικήν υφήν και αναφοράν. Επί αυτής της βάσεως διεκηρύξαμεν γεγονυία τη φωνή, ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρξη πραγματική πρόοδος, όταν αύτη εκτυλίσσεται εις βάρος του φυσικού περιβάλλοντος και ετονίσαμεν την συνάφειαν οικολογικών και κοινωνικών προβλημάτων. Η πίστις εις Χριστόν όχι μόνον δεν μετατρέπει τον άνθρωπον εις εν παθητικόν ον, το οποίον, όπως εχλεύαζεν ο ποιητής, «προσμένει ίσως κάποιο θάμα», αλλά εις μίαν ελευθέραν και δυναμικήν οντότητα, η οποία βλέπει τον κόσμον ως πεδίον ευθύνης και δέχεται την εντολήν του Θεού «εργάζεσθαι… και φυλάττειν» (πρβλ. Γεν. β’, 15) την κτίσιν, ως πρότασιν συνεργίας μετά του Δημιουργού και Κτίστου των απάντων.
Αι προσπάθειαι της Μεγάλης Εκκλησίας συνέβαλον εις την ένταξιν της οικολογικής θεματικής εις τους οικουμενικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους. Γενικώτερον, δεν απηυθύνθημεν μόνον προς τους χριστιανούς, αλλά προς κάθε άνθρωπον καλής θελήσεως, καλούντες εις συστράτευσιν διά την προστασίαν της «καλής λίαν» δημιουργίας. Αποτελεί ευοίωνον σημείον το γεγονός ότι, ενώ κατά την δεκαετίαν του 1970, η οικολογία ήτο υπόθεσις κυρίως εναλλακτικών κινημάτων διαμαρτυρίας, σήμερον ευρίσκεται εις το κέντρον του παγκοσμίου ενδιαφέροντος. Διακηρύσσεται ποικιλοτρόπως, ότι η αειφόρος ανάπτυξις είναι μονόδρομος, είναι η πορεία η οποία διασφαλίζει την οικολογικήν ισορροπίαν εις το παρόν και το μέλλον. Είναι αυτονόητον ότι η αειφορία έχει τους όρους της: μίαν οικολογικήν οικονομίαν, αλλαγήν εις την βιομηχανικήν και αγροτικήν παραγωγήν, εις την παραγωγήν και χρήσιν της ενεργείας, εις τας μεταφοράς και τα μετακινήσεις, εις την άναρχον επέκτασιν των πόλεων. Η βιώσιμος ανάπτυξις απαιτεί προστασίαν των θαλασσών, της ατμοσφαίρας και των δασών, νέα καταναλωτικά πρότυπα, υπέρβασιν της κτητικής στάσεως, σεβασμόν προς την κτίσιν, ένα νέον οικοφιλικόν πολιτισμόν.»