Οταν ο Μοχεϊντέιν Μπαζάζο άνοιξε το μίνι μάρκετ του στη Βηρυτό το 1986, κατά τη διάρκεια ορισμένων από τις πιο σκληρές μάχες στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου, δεν περίμενε ότι θα ευδοκιμούσε. Ωστόσο, αρκετά χρόνια αργότερα, είχε ράφια γεμάτα τρόφιμα και χρειαζόταν 12 υπαλλήλους για να τον βοηθήσουν να διαχειριστεί την πολυσύχναστη επιχείρησή του.
Αυτές οι μέρες έχουν παρέλθει. Ο Μπαζάζο τώρα εργάζεται κυρίως μόνος του, συχνά στο σκοτάδι για να μειώσει τον λογαριασμό του ηλεκτρικού του. Οι τακτικοί πελάτες δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα και, καθώς αγοράζουν λιγότερα, κάνει κι αυτός το ίδιο, αφήνοντας ορισμένα ράφια και ψυγεία κενά.
Με την οικονομία του Λιβάνου σε άθλια κατάσταση και το νόμισμά του σε ελεύθερη πτώση, ο Μπαζάζο ξοδεύει μεγάλο μέρος του χρόνου του προσπαθώντας να συμβαδίσει με την κυμαινόμενη συναλλαγματική ισοτιμία. Επιχειρήσεις σαν τη δική του στηρίζονται όλο και περισσότερο σε ένα από τα πιο αξιόπιστα περιουσιακά στοιχεία του κόσμου –το δολάριο ΗΠΑ– ως έναν τρόπο να αντιμετωπίσουν τη χειρότερη οικονομική κρίση στη σύγχρονη ιστορία της χώρας.
«Κάποτε ζούσα μια άνετη ζωή και τώρα μου μένουν μόλις 100 δολάρια αφού καλύψω τα έξοδα του καταστήματος» στο τέλος του μήνα, λέει ο ίδιος, χτυπώντας τους αριθμούς σε μιαν αριθμομηχανή. «Μερικές φορές νιώθω ότι τσάμπα δουλεύω».
Η λιβανέζικη λίρα έχει χάσει το 95% της αξίας της από τα τέλη του 2019 και τώρα τα περισσότερα εστιατόρια και πολλά καταστήματα απαιτούν να πληρωθούν σε δολάρια. Η κυβέρνηση άρχισε πρόσφατα να επιτρέπει και σε παντοπωλεία όπως του Μπαζάζο να κάνουν το ίδιο.
Ενώ αυτή η «δολαριοποίηση» στοχεύει στη χαλάρωση του πληθωρισμού και στη σταθεροποίηση της οικονομίας, απειλεί επίσης να ωθήσει περισσότερους ανθρώπους στη φτώχεια και να βαθύνει την κρίση.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι λίγοι στον Λίβανο έχουν πρόσβαση σε δολάρια για να πληρώσουν τα τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης με αυτές τις τιμές. Αλλά η ενδημική διαφθορά σημαίνει ότι οι πολιτικοί και οικονομικοί ηγέτες αντιστέκονται στην εναλλακτική λύση στη δολαριοποίηση: μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις σε τράπεζες και κυβερνητικούς οργανισμούς, που θα έβαζαν τέλος στις σπατάλες και θα εκκινούσαν την οικονομία.
Αλλες χώρες όπως η Ζιμπάμπουε και ο Ισημερινός έχουν στραφεί στο δολάριο για να αντισταθμίσουν τον υπερπληθωρισμό και άλλα οικονομικά δεινά, με ανάμεικτα αποτελέσματα. Το Πακιστάν και η Αίγυπτος παλεύουν επίσης με την κατάρρευση των νομισμάτων τους, αλλά οι οικονομικές τους κρίσεις συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με ένα εξωτερικό γεγονός – τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο οποίος έχει προκαλέσει την αύξηση των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας.
Κρίση… εγχώριας παραγωγής
Τα δεινά του Λιβάνου είναι σε μεγάλο βαθμό… δικής του παραγωγής.
Καθώς η χώρα ένιωσε τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, μια θανατηφόρα έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού το 2020 και την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η κεντρική της τράπεζα απλώς τύπωσε περισσότερο νόμισμα, διαβρώνοντας την αξία του και εκτοξεύοντας τον πληθωρισμό στα ύψη.
Τα 75% των 6 εκατομμυρίων ανθρώπων του Λιβάνου έχει περιέλθει σε φτώχεια από την έναρξη της κρίσης του 2019. Οι εξοντωτικές διακοπές ρεύματος και οι ελλείψεις φαρμάκων έχουν παραλύσει μεγάλο μέρος της δημόσιας ζωής.
Οι ελλείψεις συναλλάγματος ώθησαν τις τράπεζες να περιορίσουν τις αναλήψεις, παγιδεύοντας τις αποταμιεύσεις εκατομμυρίων ανθρώπων. Ορισμένοι έχουν οδηγηθεί σε απόγνωση, εισβάλλοντας στις τράπεζες για να πάρουν τα χρήματά τους διά της βίας.
Η ζημιά των τελευταίων ετών εντάθηκε από δεκαετίες οικονομικής κακοδιαχείρισης που επέτρεπε στην κυβέρνηση να δαπανά πολύ πέρα από τις δυνατότητές της. Ο επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας κατηγορήθηκε πρόσφατα για υπεξαίρεση δημοσίων κεφαλαίων και άλλα αδικήματα.
Η κονιορτοποιημένη λίρα του Λιβάνου αλλάζει αξία σχεδόν κάθε ώρα. Αν και είναι επίσημα συνδεδεμένη με το δολάριο από το 1997, η αξία της λίρας υπαγορεύεται τώρα από την αδιαφανή ισοτιμία της μαύρης αγοράς που έχει γίνει… πρότυπο για τα περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες.
Τον περασμένο μήνα, η αξία της έπεσε, από περίπου 64.000 λίρες ανά δολάριο, στις 88.000 στη μαύρη αγορά, ενώ η επίσημη ισοτιμία είναι 15.000. Κάνοντας τα πράγματα χειρότερα για μια χώρα που βασίζεται σε εισαγόμενα τρόφιμα, καύσιμα και άλλα προϊόντα με τιμές σε δολάρια, η κυβέρνηση τριπλασίασε πρόσφατα το ποσό του φόρου –σε λιβανέζικες λίρες– που πρέπει να πληρώσουν οι εισαγωγείς γι’ αυτά τα αγαθά.
Αυτό πιθανότατα θα οδηγήσει σε περισσότερες αυξήσεις τιμών. Για τις μικρές επιχειρήσεις, θα μπορούσε να σημαίνει πώληση προϊόντων με ζημία λίγα λεπτά μετά την τοποθέτησή τους στα ράφια.
Η δολαριοποίηση θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση μεγαλύτερης χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, αλλά θα διευρύνει ταυτόχρονα τις ήδη τεράστιες οικονομικές ανισότητες, δήλωσε ο Σάμι Ζουγκάιμπ, οικονομολόγος και διευθυντής ερευνών στη δεξαμενή σκέψης Τhe Policy Initiative με έδρα τη Βηρυτό.
«Εχουμε μια τάξη που έχει πρόσβαση σε δολάρια και ένα άλλο μέρος του πληθυσμού που κερδίζει σε λιβανέζικες λίρες που έχει δει πλέον το εισόδημά του να αποδεκατίζεται εντελώς», είπε ο Ζουγκάιμπ.
Οι αποφάσεις των εταιρειών
Η στροφή σε μιαν οικονομία που κυριαρχείται από το δολάριο δεν έγινε με κυβερνητικό διάταγμα, αλλά εισήχθη από εταιρείες και ιδιώτες που αρνήθηκαν να δεχτούν πληρωμή σε ένα νόμισμα που χάνει ραγδαία την αξία του.
Πρώτον, τα αγαθά και οι υπηρεσίες πολυτελείας τιμολογήθηκαν σε δολάρια για τους πλούσιους, τους τουρίστες και τους ιδιοκτήτες ιδιωτικών ηλεκτροπαραγωγών εταιρειών, οι οποίοι πρέπει να πληρώσουν για το εισαγόμενο ντίζελ. Τότε το γεγονός αφορούσε τα περισσότερα εστιατόρια. Και τώρα τα παντοπωλεία.
Ο υπηρεσιακός υπουργός Οικονομίας Αμίν Σαλάμ δήλωσε ότι η λιβανέζικη λίρα «χρησιμοποιήθηκε και υπέστη κατάχρηση» τα τελευταία τρία χρόνια και ότι η δολαριοποίηση των παντοπωλείων θα επιφέρει μια κάποια σταθερότητα στις κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες.
Καθώς περισσότεροι άνθρωποι και επιχειρήσεις απορρίπτουν τη λίρα, το δολάριο γίνεται σταδιακά το de facto νόμισμα. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στη λίρα του Λιβάνου έχει γίνει μη αναστρέψιμη, δήλωσε ο Λαγιάλ Μανσούρ, οικονομολόγος που ειδικεύεται στη χρηματοοικονομική κρίση σε δολαριοποιημένες χώρες.
«Οι άνθρωποι έχουν βαρεθεί με τις διακυμάνσεις της ισοτιμίας του δολαρίου και πρέπει να ξοδεύουν πολύ χρόνο για να το αλλάξουν, επομένως πρακτικά, σε κοινωνικό επίπεδο, είναι καλύτερα να χρησιμοποιούμε δολάρια», είπε ο Μανσούρ. «Αυτό είναι το τέλος της λιβανέζικης λίρας όπως την ξέρουμε».
Χωρίς στρατηγική για την αντιμετώπιση των υποκείμενων προβλημάτων της οικονομίας, η κυβέρνηση «επιτρέπει να συμβεί αυτό», δήλωσε ο Λόρενς Ουάιτ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο George Mason.
Τι σημαίνει η δολαριοποίηση
Η δολαριοποίηση σημαίνει ότι η Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να συνεχίσει να τυπώνει νόμισμα που τροφοδοτεί τον πληθωρισμό και η ύπαρξη ενός πιο αξιόπιστου νομίσματος μπορεί να δημιουργήσει περισσότερη εμπιστοσύνη στις επιχειρήσεις. Πολλοί άνθρωποι ενδέχεται όμως να πιεστούν περαιτέρω εάν η Βηρυτός υιοθετήσει επίσημα το δολάριο ως νόμισμά της.
Εκατομμύρια στον Λίβανο που ανέχτηκαν τη δολαριοποίηση των ειδών πολυτελείας μπορεί να μην ανταποκρίνονται παρόμοια στα είδη παντοπωλείου, των οποίων οι τιμές ήδη αυξάνονταν με ορισμένα από τα υψηλότερα ποσοστά παγκοσμίως.
Πάνω από το 90% του πληθυσμού κερδίζει το εισόδημά του σε λιβανέζικες λίρες, σύμφωνα με έρευνα του 2022 από τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας και τη στατιστική υπηρεσία της κυβέρνησης του Λιβάνου. Οι οικογένειες που λαμβάνουν χρήματα από συγγενείς στο εξωτερικό ξοδεύουν μεγάλο μέρος από αυτά για τα καθημερινά έξοδα και τις ιατρικές δαπάνες.
Οι δάσκαλοι των δημόσιων σχολείων απεργούν εδώ και τρεις μήνες γιατί οι μισθοί τους μόλις και μετά βίας καλύπτουν το κόστος της βενζίνης για τις μετακινήσεις τους. Οι εργαζόμενοι στις τηλεπικοινωνίες απειλούν να αποχωρήσουν επειδή οι μισθοί τους δεν έχουν προσαρμοστεί στην πτώση της λίρας.
Ο Λίβανος απέχει παρασάγγας από την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που απαιτούνται για τη διάσωση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όπως η αναδιάρθρωση τραπεζών και αναποτελεσματικών κρατικών υπηρεσιών, η μείωση της διαφθοράς και η δημιουργία ενός αξιόπιστου και διαφανούς συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών.
Ο Ζουγκάιμπ, ο οικονομολόγος από τη Βηρυτό, είπε ότι φοβάται πως η απουσία υγιών πολιτικών και οικονομικών μεταρρυθμίσεων σημαίνει ότι η δολαριοποίηση πιθανότατα θα βαθύνει τη φτώχεια, καθιστώντας ακόμα πιο δύσκολο για τις οικογένειες να πληρώσουν για υγειονομική περίθαλψη, εκπαίδευση και φαγητό.
Ο Μπαζάζο, ο ιδιοκτήτης του παντοπωλείου, αναγνωρίζει ότι η τιμολόγηση σε δολάρια θα τον βοηθήσει να διαχειριστεί τα οικονομικά του και να μειώσει ένα μικρό μέρος των ζημιών του, αλλά ανησυχεί ότι θα διώξει ορισμένους πελάτες.
«Ας δούμε τι θα γίνει», είπε ο Μπαζάζο, αναστενάζοντας. «Οι πελάτες ήδη διαμαρτύρονται».