Θα έπρεπε άραγε οι ΗΠΑ να διακόψουν τις σχέσεις με το νέο καθεστώς του Νίγηρα στη Νιαμέι; Ναι, η χούντα ανέτρεψε έναν δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη και πρώην αγαπημένο της αμερικανικής διπλωματίας, τον Μοχάμεντ Μπαζούμ, ο οποίος βρίσκεται τώρα υπό κατ’ οίκον περιορισμό. Όμως εδώ υπάρχει μια υστεροβουλία της αμερικανικής κρατικής πολιτικής.
Ωστόσο, βλέποντας το ζήτημα από το πρίσμα της Ουάσιγκτον, η γαλλική αποχώρηση είναι μια ευκαιρία να διευκρινιστούν τρεις πτυχές της αμερικανικής μεγάλης στρατηγικής.
Πρώτον, παρά τις εμφανίσεις σε αυτήν την εποχή γεωπολιτικής αντιπαράθεσης μεταξύ δημοκρατιών και απολυταρχιών, η “Δύση” δεν αποτελεί μια πραγματικά ενιαία οντότητα. Η Γαλλία και οι ΗΠΑ είναι χωριστοί παράγοντες με διαφορετικά συμφέροντα και μέσα. Η μεν Γαλλία είναι ευρέως μισητή στο Σαχέλ, ενώ για τις ΗΠΑ υπάρχει απλώς δυσπιστία. Έτσι, οι Αμερικανοί δεν χρειάζεται να αισθάνονται υποχρεωμένοι να ακολουθήσουν οτιδήποτε κάνουν οι Γάλλοι.
Από το 1960, όταν μια ομάδα χωρών της Δυτικής Αφρικής, συμπεριλαμβανομένου του Νίγηρα, κέρδισε την ανεξαρτησία, το Παρίσι συμπεριφέρεται συχνά σαν ένας αγέρωχος και αλαζονικός νεο-αποικιακός άρχοντας. Εξακολουθεί να κυριαρχεί στα νομίσματα, τις οικονομίες και τους πόρους της περιοχής – στον Νίγηρα, για παράδειγμα, έχει δεσμεύσει το τοπικό ουράνιο για γαλλικούς πυρηνικούς σταθμούς με τρόπο που αποκόπτει τους ντόπιους από τα κέρδη. Πολλοί από τους ηγέτες που εκδιώχθηκαν στα πραξικοπήματα της περιοχής – πιο πρόσφατα, στη Γκαμπόν τον Αύγουστο – θεωρούνταν από τους ντόπιους ως μαριονέτες της Γαλλίας. Αυτή η αντιγαλλική απέχθεια επέτρεψε στις σφετεριστικές χούντες, από την Μπουρκίνα Φάσο και το Μάλι μέχρι τον Νίγηρα, να παρουσιαστούν ως μαχητές της ελευθερίας κατά των αποικιοκρατών.
Κυνικά, Ρώσοι μισθοφόροι της Ομάδας Wagner αναπαράγουν αυτό το αφήγημα καθώς διεισδύουν στην περιοχή, στοιχηματίζοντας ότι οι Αφρικανοί θα παραβλέψουν τον νεοϊμπεριαλιστικό επιθετικό πόλεμο της Μόσχας κατά της Ουκρανίας. Σε μια αναγκαστικά κάπως απλουστευτική εξήγηση, το γεωπολιτικό αποτέλεσμα των πραξικοπημάτων στο Σαχέλ είναι οι Γάλλοι να πετάγονται έξω και οι Ρώσοι να πατάνε πόδι στην περιοχή, ενώ οι τρομοκράτες αφήνονται να πανηγυρίζουν το χάος.
Εξ ου και το Σχέδιο Β του Μπάιντεν, το οποίο αντιπροσωπεύει μια επιστροφή στον ιστορικό κοινό τόπο των πολιτικών ισχύος. Αυτή η στροφή προς τη realpolitik εξηγεί, για παράδειγμα, γιατί ο Μπάιντεν εξετάζει εγγυήσεις ασφαλείας για τη Σαουδική Αραβία, μια αυταρχική μοναρχία. Ο στόχος είναι να μείνουν έξω οι Κινέζοι και οι Ρώσοι, οι Ισραηλινοί να βρίσκονται στο πλευρό της Ουάσινγκτον, ενώ οι Ιρανοί, οι Σαουδάραβες και άλλοι να κρατιούνται ήρεμοι.
Στο καζάνι ανθρώπινης δυστυχίας που είναι το Σαχέλ, ομολογουμένως, η επιβολή έστω και ελάχιστης τάξης θα είναι πρόκληση. Στον Νίγηρα, οι ΗΠΑ έχουν λίγο περισσότερους από 1.000 στρατιώτες στο έδαφος και μια υπερσύγχρονη βάση drone. Μπορεί κανείς να μαντέψει αν αυτές οι δυνάμεις μπορούν να κρατήσουν υπό έλεγχο τα τοπικά παρακλάδια της Αλ Κάιντα και του Ισλαμικού Κράτους, καθώς και τους μισθοφόρους της Wagner.
Μπορεί όμως να αξίζει μια δοκιμή. Κι αυτό αγγίζει το τρίτο στοιχείο της αμερικανικής μεγάλης στρατηγικής το οποίο διακυβεύεται στον Νίγηρα. Περιλαμβάνεται στη συζήτηση στην Ουάσιγκτον μεταξύ διεθνιστών, οι οποίοι πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ πρέπει να συνεχίσουν να παίζουν τον ρόλο του καλοπροαίρετου ηγεμόνα στις παγκόσμιες υποθέσεις, και των νεοαπομονωτιστών, που πιστεύουν ότι η Αμερική πρέπει να περιοριστεί στα του οίκου της. Οι “οπαδοί της δέσμευσης” θα έμεναν στον Νίγηρα, οι “οπαδοί της συγκράτησης” θα έφευγαν.
Τυχαίνει να βρίσκομαι στο στρατόπεδο των υποστηρικτών της ηγεμονικής δέσμευσης, ωστόσο ομολογώ ότι η απόφαση σε κάθε περίπτωση είναι δύσκολη. Αυτό, ωστόσο, υποδεικνύει ένα διαφορετικό πρόβλημα με την αμερικανική εξωτερική πολιτική: τη ζημιά η οποία προκύπτει από τον αφελή μεσσιανισμό που βρίσκεται πίσω από ανόητες διατάξεις όπως το άρθρο 7008 του Νόμου περί Ενοποιημένων Πιστώσεων του 2023, το οποίο απαγορεύει την οικονομική βοήθεια σε καθεστώτα που κατέλαβαν την εξουσία με πραξικόπημα.
Το Κογκρέσο αδικεί τις ΗΠΑ και τον κόσμο νομοθετώντας για την εξωτερική πολιτική με τέτοιους μανιχαϊστικούς όρους. Το μόνο που κάνει είναι να αναγκάζει την εκτελεστική εξουσία να ψάχνει τα λεξικά αναζητώντας ευφημισμούς και στη συνέχεια να καταφεύγει στην υποκρισία. Πριν από μια δεκαετία, όταν μια χούντα ανέτρεψε την κυβέρνηση της Αιγύπτου, μιας άλλης σημαντικής αφρικανικής χώρας, η κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα απέφυγε να χρησιμοποιήσει τη λέξη “πραξικόπημα”, για να συνεχίσει να συνεργάζεται με το Κάιρο.
Εκείνο που συνέβη στη Νιαμέι ήταν προφανώς ένα πραξικόπημα. Ωστόσο, οι ΗΠΑ έχουν παγκόσμιες υποχρεώσεις οι οποίες απαιτούν από αυτές να μείνουν στον Νίγηρα.